Κεφαλαιο 34

328 45 3
                                    


Αργυρόπουλος ήταν το όνομα που μου ανέφερε η μητέρα μου της προάλλες. Έτσι είπε ότι λέγετε ο πατέρας μου. Σοκαρισμένη κοιτούσα την οθόνη του κινητού. Όταν κατάλαβα τι έγινε, ξερό κατάπια. Όλη την ώρα ήταν μπροστά μου και εγώ δεν το κατάλαβα. Ούτε η μάνα μου είπε κάτι. Η φωνή του Αχιλλέα με έβγαλε από της σκέψεις.
"Σορρυ που σε άφησα αλλά έπρεπε να-" σταμάτησε να μιλάει παρατηρώντας με καλύτερα.
"Όλα εντάξει;" ρώτησε.
Εγώ απλός κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και τον κοίταξα στα μάτια. Σήκωσε το ένα φρύδι κοιτώντας με έντονα. Τότε έβαλα το ποιο ψεύτικο χαμόγελο και του βεβαίωσα πως ήμουν μια χαρά. Σήκωσε τους ώμους του και είπε:
"Θες να δούμε μια ταινία;"
"Δεν έχω και πολύ όρεξη." απάντησα. Τότε ήρθε και με πήρε στην αγκαλιά του.
"Ξέρω πως μου λες ψέματα. Πότε δεν θα έλεγες όχι σε μια ταινία. Ειδικά οταν πρόκειται να την δεις μαζί μου." Χαμογέλασα με τα λόγια του.
"Όπ, ένα χαμόγελο και αυτή την φορά είναι αληθινό." Υπήρχε μια ησυχία μεταξύ μας.
"Δεν σε ξέρω πολύ καιρό.Αλλα σε ξέρω αρκετά καλά ώστε να ξέρω πως έχεις κάτι."
"Απλός μάλωσα με την μητέρα μου." Δεν ήθελα να του πω ψέματα. Αλλά το θέμα με τον πατέρα μου έπρεπε να το λύσω μόνη μου. Ευτυχώς δεν συνέχισε να ρωτάει. Σηκώθηκε και έβαλε μια ταινία. Δεν κατάλαβα πότε κοιμηθήκαμε.
Ξύπνησα πολύ νωρίς. Ήθελα να σηκωθώ αλλά συνειδητοποίησα πως είχε το χέρι του γύρο από το σώμα μου. Το έπιασα σιγά και το έβγαλα από πάνω μου. Κατευθήνθηκα προς το μπάνιο, χτένησα τα μαλλιά μου και αποφάσισα να πάω να βρω τον κύριο Αργυρόπουλο. Πριν φύγω του έγραψα ένα χαρτάκι λέγοντας του πως θα ερχόμουν σύντομα.
Στεκομουν μπροστά από ένα τεράστιο κτίριο. Αυτό θα πρέπει να είναι. Μπήκα μέσα και έψαξα το γραφείο του. Μια ηλικιωμένη κυρία καθόταν πίσω από την Rezeption και με ρώτησε ευγενικά ποιον έψαχνα.
"Τον κύριο Αργυρόπουλο." απάντησα. Αμέσως απάντησε.
"Δυστυχώς είναι απασχολημένος."
"Αν δεν θα ήταν επείγων δεν θα ερχόμουν τόσο νωρίς." προσπάθησα να την πείσω. Ήθελα τουλάχιστον 2 λεπτά. Αναστέναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Έστρωσε τα γυαλιά της και προχώρησε προς την απέναντι πόρτα. Τότε χτύπησε δύο φορές και μπήκε μέσα. Άκουγα την συνομιλία τους.
"Μία κοπέλα θέλει να σας μιλήσει, είναι επείγων λέει."
"Ξέρετε πολύ καλά πως δεν έχω χρόνο. Αν θέλει να μου μιλήσει ας κλησει ένα ραντεβού."
Μετά από κάτι λεπτά βγήκε πάλι και μου είπε πως ο κύριος Αργυρόπουλος δεν είχε χρόνο.
"Εάν δεν μιλήσω μαζί του τώρα, δεν φεύγω από εδώ." είπα τονίζοντας την λέξη τώρα.
"Λυπάμαι, όμως δεν μπορώ να σας βοηθήσω."
απάντησε ευγενικά η κυρία και κάθισε πάλι στην καρέκλα της. Μου έριξε μια τελευταία ματιά πριν αρχίσει να πληκτρολογεί στον υπολογιστή της. Τότε βρήκα την ευκαιρία και μπήκα απλός μέσα στο γραφείο του.
Όταν με είδε γούρλωσε τα μάτια του. Μάλλον με αναγνώρισε.
"Γειά σου. Εσύ δεν είσαι η κοπέλα του Αχιλλέα;" ρώτησε περίεργος.
Έκανα μερικά βήματα προς τα μπροστά και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ένιωθα το κορμί μου να τρέμει. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξει. Περιμένοντας με κοιτούσε έντονα μέχρι που επιτέλους ακούστηκε η φωνή μου.
"Γειά σου Πατέρα."
Με κοιταξε γουρλονοντας τα μάτια.
"Ορίστε; Μυρτω κορίτσι μου τι λες;" είπε περνώντας μπερδεμένος το χερι του πίσω από τον σβέρκο.
"Δεν μπορείς να κριβεσαι για πολύ ακόμα. Δηλαδή τι; Νόμιζες πως δεν θα το μάθαινα;"
"Μυρτω δεν καταλαβαίνω τι λες."
"Μην μου παίζεις τον ανήξερο επειδή σε έπιασα απροετοίμαστο." Πήγε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα νεύρα μου. Γιαυτο τον λόγο έφυγα χωρίς να ακουςω τίποτα. Η γραμματέας με κοιτούσε απορημένη. Βγαίνοντας από το κτίριο άρχισα να τρέχω για άγνωστο προορισμό. Τα δάκρυα στα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα.
Δεν ξέρω πόσιν ώρα έτρεχα, αλλά άρχισα να κουράζομαι. Ένα πάρκο βρέθηκε μπροστά μου. Δεν υπήρχε κανένας εκεί. Άμεσος έκατσα στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε. Άρχισα να σκέφτομαι. Γιατί; Γιατί να μου το κάνει αυτό; Γιατί να μου λέει τόσα χρόνια ψέματα; Οργή ένιωσα μέσα μου και σηκώθηκα από το παγκάκι αποφασισμένη. Θα πήγαινα να μιλήσω στην μητέρα μου. Την ώρα που περπατούσα αποφασισμένη ένιωσα το κινητό μου να τρίζει στην τσέπη μου. Το έβγαλα και ο όνομα του Αχιλλέα εμφανίστηκε στην οθόνη. Δεν ήξερα αν είχα τον έλεγχο να το σηκώσω χωρίς να φανεί ότι έχω κάτι.
"Έλα." Τελικά απάντησα στην κλήση του.
"Καλά ρε μωρό μου φεύγεις από το σπίτι χωρίς να μου πεις κάτι; Ανησύχησα." Στην λέξει που με χαρακτήρισε ένιωσα ένα άλμα στην καρδιά μου. Χωρίς να ξέρω τι να του πω τραυλισα για μερικά δευτερόλεπτα.
"Ξέχασες που σου είπα πως έχω μερικά ραντεβού."
"Δεν θυμάμαι αλλά για να το λες εσυ.. ποτέ θα έρθεις;" άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα μιας που μπροστά μου έβλεπα το σπίτι μου.
"Δεν ξέρω θα σε πάρω αργότερα." Του είπα λίγο απότομα και το έκλεισα.
Μπαίνοντας μέσα πήγα άμεσος στην κουζίνα όπου καθόταν.
"Μυρτω μου γύρισες." Μου είπε με χαμόγελο και άφησε το περιοδικό κατω. Την κοίταξα άγρια.
"Τι έγινε;" ρώτησε αγχωμένη.
"Τι έγινε; Αλήθεια τολμάς να με ρωτάς τι έγινε;" της φώναξα στα μούτρα χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι.
"Τι έπαθες Μυρτω πες μου να καταλάβω." Σήκωσε λίγο τον τόνο της φωνής της.
"Ο μπαμπάς συμβαίνει! Ήξερες από την αρχή πως είναι εδώ και δεν είπες τίποτα!" Πάω να φύγω αλλά πιάνοντας με από το χέρι με σταμάτησε.
"Τι λες; Ο μπαμπάς τι;" με κοιτούσε σοκαρισμένη.
"Μην μου παίζεις την ανηξερη. Παντός ξέρεις να παίζεις μια χαρα θέατρο. Και δεν σου το είχα." Τραβάω το χέρι μου απότομα απομακρύνοντας από αυτήν.
"Μυρτω τι-"
"Είσαι μια υποκρίτρια! Σε μισώ!" Της είπα και βγήκα από την κουζίνα πηγαίνοντας προς την έξοδο.
"Μυρτω που πας! Κάτσε να μιλήσουμε!" Φώναξε αλλά ήταν ήδη αργά μιας που είχα απομακρυνθεί πολύ.

~Αχιλλέας~

Καθόμουν στο δωμάτιο μου πηγαίνοντας πέρα δώθε. Άρχισαν να περνάνε διάφορες σκέψεις στο μυαλό μου. Μα εγώ δεν θυμάμαι να μου είπε πως έχει κάποιο ραντεβού σήμερα. Και αν πήγε στον Γιώργο; Και αν του αρέσει περισσότερο από ότι εγώ; Κοιτώντας για άλλη μια φορά το κινητό μου για να δω την ώρα βλέπω πως δεν έχω καμία κλήση της. Αναστενάζοντας έκατσα στο κρεβάτι βάζοντας τε χέρια μου στα γόνατα μου, βάζοντας της παλάμες μου στο πρόσωπο μου.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Σήκωσα το κεφάλι μου. Η Μυρτω μπήκε μέσα και έπεσε στην αγκαλιά μου. Δάκρυα έπεφταν από τα μάτια της. Αναστατωμένος την έσφιξα στην αγκαλιά μου.
"Ειι όλα καλά." Της είπα και ένιωσα να με σφίγγει και αυτή περισσότερο. Καθήσαμε έτσι περίπου πέντε λεπτά. Μετά την απομάκρυνα από κοντά μου. Της σήκωσα το κεφάλι ώστε να με κοιτάει. Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια της χαμογελώντας της.
"Θες να μιλήσεις;" ρώτησα και έγνεψε.

-------------------------------------------------------
Γεια σας και συγνώμη για την αργοπορία μας. Απλός είχαμε πάει εκδρομή με το σχολείο και δεν είχαμε καλό Ίντερνετ εκεί ώστε να ανεβάσουμε κεφάλαιο. Εύχομαι να σας αρέσει και το επόμενο σύντομα! ~Ρ,Μ

Out of my LimitNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ