Κεφαλαιο 9

509 60 2
                                    


"Όχι απλός μου θυμίζεις κάποια." είπε και επέστρεψε το βλέμμα του στο ποτήρι.
Υπήρχε μια παράξενη ατμόσφαιρα μεταξύ μας. Κανείς μας δεν μιλούσε. Απλός ρίχναμε μερικες ματιές ο ένας τον άλλον. Μετά από αιώνες είπε. "Γιατί δουλεύεις στο μπαρ;" Αντέδρασα κάπως αναστατωμένη. Η ίδια η ερώτηση δεν ήταν δυσάρεστη για μένα, αλλά η απάντηση που έπρεπε να δώσω.
"Είτε το πιστεύεις είτε όχι, αλλά για να κερδίσω χρήματα πρέπει να δουλέψω. " τόνισα τη λέξη 'δουλέψω'.
"Αλλα ένταξη εσύ από που να το ξέρεις; Το μόνο που πρέπει να κάνεις για να κερδίσεις χρήματα είναι να υπακούς τους γονείς σου σαν καλό σκυλάκι. Τι είναι αυτή η ζωή; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα εξαιρετικό, χωρίς να το μάθουν οι γονείς σου. Δεν μπορείς ποτέ να ζήσεις κάτι επικίνδυνο και αστείο χωρίς οι γονείς σου να το ξέρουν. Εγώ δεν χρειάζομαι να ανησυχώ τι σκέφτεται η κοινωνία για μένα. Κάνω ό,τι θέλω και όποτε θέλω. Σίγουρα, είναι ωραίο να έχεις ένα μεγάλο σπίτι και σαφος είναι ωραίο να παίρνεις κάθε εβδομάδα για την πλάκα ένα χιλιάρικο, αλλά ξέρεις τι είναι ακόμη πιο ωραίο; Η ελευθερία. Να μην έχεις κανέναν ο οποίος σου λέει τι έχεις να κάνεις. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έχεις ρισκάρει κάτι; " Κανονικά ήθελα να αποσπάσω την προσοχή από την αρχική ερώτηση. Στη συνέχεια, όμως, δεν μπορούσα να σταματήσω να μιλάω.
"Υπονοεις πως η ζωή μου είναι χάλια;" είπε αυστηρά. Έκανα σαν να μην είχα ακούσει την ερώτησή του και άρχισα να καθαρίζω μερικά ποτήρια.
"Η ζωή μου είναι τέλεια, έτσι όπως είναι." πρόσθεσε.
"Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να ζήσεις στον κόσμο μου. Είναι ακριβώς το αντίθετο από τον δικό σου."
"Είναι μια πρόκληση; "
"Ίσως..." του έδωσα για απάντηση .
"Εντάξει λοιπον. Τι θα έλεγες για μια εβδομάδα θα μου δείξεις τη ζωή σου, και την επόμενη εβδομάδα, είναι η δικιά μου σειρά να αποδείξω ότι η ζωή μου δεν είναι τόσο βαρετή, όπως την εχεις περιγράψει."
"Ωραία. Πότε θα ξεκινήσουμε; Ή θα πρέπει να ψάξεις για μια ελεύθερη μέρα στο ημερολόγιο σου;" είπα.
"Ας ξεκινήσουμε αύριο." απάντησε. Με αυτή τη φράση, πήρε το ποτό του και έφυγε. Όλοι την νύχτα δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι την συζήτηση μας.
Αναρωτιόμουν μήπως ηταν λαθος όλο αυτο που παω να κανω. Παω να μπλέξω με έναν άγνωστο, τον οποίο του εκανα χάλια το σπιτι και με υποψιάζεται και δεύτερον δεν τον ξερω καθόλου. Αλλα γιατι να ανησυχω; Ποτε δεν δίσταζα. Γιατι να το κανω τωρα; Μεχρι να τελειώσει το βραδυ και να αρχίσει να φεύγει σιγά σιγά ο κόσμος, ένιωθα το βλέμμα του να με καίει. Εντομεταξει ειχα αρχισει εδω και ωρα να πίνω μερικα ποτα. Πλέον μεςα στο μπαρ υπήρχαν ελάχιστα άτομα απο το πάρτυ γενεθλίων της Ευαγγελίας. Υπήρχαν και πολλα άτομα εδω μεςα που δεν ηταν απο το πάρτυ. Την ωρα που έδινα ενα ποτο σε έναν σαραντάρη ο οποιος με ειχε λιώσει με το βλέμμα του, ο Λευτέρης με πλησίασε.
"Μυρτω φτάνει για σημερα. Τωρα αναλαμβάνω εγω, ετςι και αλλιος κουραστικές πολυ σημερα." Του έγνεψα χαμογελοντας και περνοντας το μπουφάν μου βγήκα εξω απο το μπαρ. Κουρασμένη και τελείως ταλεπορημενη έκατσα σε ενα παγκακι απέναντι απο το το μπαρ και εβγαλα ενα τσιγάρο για να το ανάψω. Οςο καπνιζα το τσιγάρο μου, παρατηρούσα των κοςμο που έβγαινε απο το μπαρ. Ξαφνικα στο οπτικό μου πεδίο εντόπισα τον Αχιλλέα με την παρέα του να βγαίνουν εξω απο το μπαρ. Μαζι τους ηταν και η Μαρίνα η οποία φαινόταν λιγο μεθυσμένη. Έφυγαν χωρις να με παρατιρισουν. Μιςη ωρα αργοτερα ημουν στο σπιτι μου και επεςα αμεσος για ύπνο.

~Πρωί~

Ο ήχος του κινητού μου με ξύπνησε. Καλα ποιος στέλνει πρωινιάτικα μηνύματα; Πηρα το κινητο μου στα χερια μου. Ειχα μηνυμα απο άγνωστο νούμερο. Όταν άνοιξα το μηνυμα έγραφε πως να τον συναντήσω στης 14:00 εξω σε ενα μαγαζι. Αμεσος ο νους μου πηγε στον Αχιλλέα. Χωρις να ειμαι απόλυτα σίγουρι πιος ειναι αρχιςα να γραφω στο άγνωστο για εμενα νούμερο. Ξαφνικα ενα μηνυμα απο τον ιδιο αριθμό μου ήρθε επιτόπου.
«Και για να ξερεις, ο Αχιλλέας ειμαι.»
Καλα απο που εχει το νούμερο μου; Αλλο ενα μηνυμα εμφανίστηκε στην οθόνη μου.
« Απο την Μαρινα. Θα σε περιμένω στης 14:00. Μην με στήσεις.»
Χωρις να εχω να απαντήσω κατι άφησα το κινητο μου στο κομοδίνο και συκοθηκα να παω στο μπάνιο.
"Ακούς εκει μην με στήσεις. Γιατι μωρε ποιος ειναι; Ο μπρατ πιτ;" Μουρμούρισα ενω έμπλεξα το προςωπο μου. Δεκα λεπτά αργοτερα ημουν στην κουζινα και έτρωγα ενα μήλο.
Όταν ημουν ετιμη κοιταξα την ωρα. Ηταν δυο παρα πεντε.
"Ας τον αφήσουμε να περιμένει λιγο. Ακούς εκει μην με στήσεις." Επανέλαβα και έκατσα στον καναπέ, ανοίγοντας την τηλεόραση. Άνοιξα το κινητο μου μπαίνοντας για λιγο στο διαδίκτυο. Μετα απο μιςη ωρα αποφασησα να φυγω.
"Πολυ τον έστησα μωρε, εχει και κρύο."
Όταν έφτασα εξω απο το μαγαζι κοιταξα τριγύρο να τον βρω.
"Σιγά μην περίμενε." ειπα ειρωνικά και πηγα να φυγω μιας που δεν τον εντόπισα.
"Μυρτω;" Ακουςα την φωνή του να με φωνάζει. Γυριςα και κοιταξα προς το μέρος του.
"Ααα μπα; Με περίμενες;" ειπα ειρωνικα και αρχιςα να περπατάω. Ξαφνικα μου επιαςε τον καρπό φέρνοντας με κοντα σε αυτον.
"Γιατι άργησες τοςο;"
"Ειχα δουλειές." Ειπα αδιάφορα. Πηγε να πει κατι αλλα τον διέκοψα.
"Ξεκινάμε;" Με κοίταξε συκονοντας το φρύδι.
"Πρώτα να γνωριστούμε." Απετησε.
"Τελος παντον παμε να φάμε τουλάχιστον;" Ρωτηςα ενω αρχιςα να περπατάω παλι.
"Δεν το ηξερα πως σου αρεσει το φαΐ τοςο πολυ."
"Τοτε μάλλον δεν ξερεις τιποτα για εμενα." Απαντηςα αυτοματα.
"Θελω να σε μαθω." Τον κοιταξα ενω με κοιτουςε ίδι.
"Λοιπον; Που θα παμε;"
"Ακολουθησε με." Ηταν το μονο που ειπε. Μπήκαμε στο αμάξι του πηγενοντας σε άγνωστο προορισμό για εμενα.
Ενα τέταρτο αργοτερα είχαμε φτάσει σε ενα πολυ ωραιο και ακριβό εστιατόριο.
"Οοο οχι." Ειπα απελπισμένη.
"Τι δεν σου αρεσει το μαγαζι;" Ειπε καπως αμήχανα.
"Κοιτα δεν με νοιάζει αν ξοδέψεις λεφτά για εμενα να σου πω την αλήθεια μιας που δεν θα σου λιψουν, αλλα δεν ειμαι άτομο που πάει σε ακριβά εστιατόρια για δυπνο. Θα προτιμούσα να παμε σε ενα σουβλατζίδικο." Γελαςε χαμηλόφωνα κουνώντας το κεφαλι του δεξιά και αριστερά.
"Γιατι γελάς;" Ειπα εκνευρισμένη.
"Μ'αρεσεις." Ειπε και τον κοιταξα παράξενα.

Out of my LimitDonde viven las historias. Descúbrelo ahora