Κεφαλαιο 35

338 40 1
                                    


~Μυρτω~
Άρχισα να του εξηγώ τα πάντα. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου να ζητάει τον πατέρα μου. Ο Αχιλλέας με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του ακούγοντας με προσοχή. Ξαφνικά όμως όσο του εξηγούσα όλα αυτά για τον πατέρα μου αναρωτιόμουν και εγώ η ίδια αν όντος είναι ο πατέρας μου. Το βλέμμα του όταν του ανέφερα πως είμαι η κόρη του δεν αντέδρασε παράλογα.
"Θες να του μιλήσω εγώ;" ρώτησε ο Αχιλλέας και άμεσος αρνήθηκα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά.
"Γιατί όχι; Ο πατέρας μου τον ξέρει πολύ καλά. Σίγουρα θα του πει."
"Καλύτερα να το λύσω μόνη μου αυτό το θέμα."
Μου έγνεψε και με έβγαλε από την αγκαλιά του.
"Τι λες να δούμε την ταινία που λέγαμε;" είπε όλο χαρα για να με κάνει να ξεχάσω. Χαμογελώντας του ξάπλωσα στο κρεβάτι περιμένοντας τον. Έβαλε να δούμε το «The Orphan». Μετά άμεσος κοιμηθήκαμε.

Το πρωί όταν ξύπνησα στο κινητό μου είχα παρά πολλές κλήσεις της μητέρας μου. Αναστενάζοντας το άφησα πάλι κάτω. Γύρισα προς το μέρος του Αχιλλέα. Εκείνη την ώρα άνοιξε τα μάτια του κοιτώντας με. Μου χαμογέλασε και ανταπέδωσα.
"Καλημέρα."
"Καλημέρα." Του είπα και του έδωσα ένα πεταχτώ φιλί.
Πήγα να σηκωθώ από το κρεβάτι, αλλά με τράβηξε πίσω.
"Που πας;" ρώτησε όλο παράπονο.
"Στην δουλειά. Νομίζω αρκετά έκατσα σπίτι." Άρχισα να ντύνομαι και αυτός απλός με κοιτούσε.
"Γιατί δεν την σταματάς απλός την δουλειά;" ρώτησε απορημένος.
"Δεν μπορώ έτσι απλά να αφήσω την δουλειά μου. Χρειάζομαι αυτά τα χρήματα." Απάντησα πιάνοντας τα μαλλιά μου μια αλογοουρά.
"Μπορώ εγώ να σε βοηθήσω με τα χρήματα." Απάντησε σηκώνοντας και στηρίζοντας την πλάτη του στην πλάτη του κρεβατιού.
"Αχιλλέα δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα όπως τα βλέπεις. Εδώ μιλάμε για εμένα και την ζωή της μάνας μου. Δεν μπορείς να μας βοηθήσεις οικονομικά. Έχεις κάνει ήδη πολλά για εμένα." Πριν προλάβει να πει κάτι του έδωσα ένα πεταχτώ φιλί.
"Θα τα πούμε αργότερα." Του είπα και χαμογελώντας του βγήκα έξω από το δωμάτιο. [....]
Η δουλειά ήταν κουραστική σήμερα. Είχαμε πολύ κόσμο για καθημερινή. Όσο καθάριζα ένα τραπέζι άκουσα το κουδουνάκι της πόρτας. Άμεσος έριξα το βλέμμα μου για να καλωσορίσω τους πελάτες. Το χαμόγελο που είχα άμεσος εξαφανίστηκε βλέποντας την μητέρα μου μπροστά μου.
Περνώντας τα πράγματα από το τραπέζι που μόλις καθάρισα πήγα προς το μπαρ να τα αφήσω. Την ένιωσα να με ακόλουθη. Αναστενάζοντας γύρισα προς το μέρος της.
"Τι θέλεις; Δεν βλέπεις πως δουλεύω εδώ πέρα;" της φώναξα ψυθιριστα ώστε να νιώσει την ένταση στην φωνή μου.
"Μυρτω παρεξήγησες. Μπορώ να σου εξηγήσω;" ρώτησε με πληγωμένη έκφραση στο πρόσωπο της.
Γύρισα προς το μπαρ όπου καθόταν η βοηθός μου.
"Μπορείς να φύγεις. Έτσι και αλλιος σε δέκα λεπτά θα έρθουν να σε αντικαταστήσουν." Της χαμογέλασα και έβγαλα την πόδια μου. Περνώντας τα πράγματα μου βγήκα έξω. Με ακολουθούσε αμίλητη. Στο πρώτο παγκάκι που βρήκα έκατσα περιμένοντας να μιλήσει.
"Ακούω. Και αυτήν την φορά την αλήθεια."
Με κοίταξε περνώντας μια βαθιά ανάσα.
"Τον πατέρα σου δεν τον λένε Αργυροπουλο."μου είπε και κομπλαρα. Την κοίταξα σοκαρισμένη. Δηλαδή..
"Μάκη τον λένε. Αλλά όχι Αργυροπουλο. Αυτό το επίθετο το είπα τυχαία. Ήξερα πως από το πείσμα σου θα πήγαινες να τον ψάξεις. Για αυτό δεν σου έδωσα το κανονικό του όνομα." Απάντησε κοιτώντας το πάτωμα. Σαν να μετανιώνει για όλα αυτά που έχει κάνει ήταν έτοιμη να κλάψει.
"Γιατί; Γιατί και αλλά ψέματα;" ρώτησα ενώ τα δάκρυα στα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Μπορεί να το έπαιζα σκληρή, δυναμική, σαν τίποτα να μην συμβαίνει. Στην πραγματικότητα ήμουν και εγώ ένα παιδί με αισθηματα που κάποτε θα ξέσπαγε.
"Αυτός ο άνθρωπος δεν μας έχει κάνει λίγα πράγματα. Δεν θελω να ξαναεμφανιστεί στην ζωή μας. Για αυτό προσπαθώ να μην σε φέρω σε επαφή μαζί του. Έτσι και αλλιος είναι πολύ δύσκολο μιας που έμαθα πριν λίγα χρόνια πως μένει στο εξωτερικό."
Την κοίταξα χωρίς να έχω τι να πω.
"Σε παρακαλώ πες κάτι." Τα δάκρυα στα μάτια της άρχισαν να τρέχουν.
"Δεν θελω να σε χάσω τώρα που σε βρήκα ξανα." Μου είπε και την αγκάλιασα.
"Δεν πρόκειται να με χάσεις μαμά. Δεν θα το αφήσω να συμβεί." Μέσα μου θυμός άρχισε να κυριεύει το σώμα. Ένιωθα τόσο μίσος για αυτόν τον άντρα. Δεν ήθελα ούτε ζωγραφιστό να τον βλέπω. Βγάζοντας την από την αγκαλιά μου σκουπίσαμε η μια στην άλλη τα δάκρυα. Γελάσαμε και σηκωθήκαμε.
"Τι θα κανείς τώρα;" με ρώτησε.
"Λέω να πάω στον Αχιλλέα. Αν δεν έχεις θέμα.." της είπα και μου χαμογέλασε.
"Να πας και να κάτσεις όσος θέλεις. Αφού ξέρεις πως δεν έχω θέμα. Πολύ τον συμπαθώ τον γαμπρό μου." Χασκογελασα και έφυγα για το σπίτι του Αχιλλέα. Ξαφνικά το κινητό μου χτύπησε και το σήκωσα.
"Έλα μωρό μου που είσαι;" με ρώτησε και χαμογέλασα.
"Έρχομαι προς το σπίτι σου." Απάντησα αλλά με διέκοψε άμεσος.
"Όχι μη! Περίμενε με όπου είσαι θα ερθω να σε πάρω." Μου είπε και χωρίς άλλη επιλογή τον περίμενα.
Όταν ήρθε πήγαμε για καφέ. Πέρασαν μερικές ώρες και άρχισα να κουράζομαι.
"Πάμε σπίτι σου; Είμαι πολύ κουρασμένη, θελω να κοιμηθω." Μου έγνεψε και πληρώνοντας φύγαμε προς το σπίτι του. Αλλά που να ξέραμε τι μας περίμενε εκεί..

------------------------------------------------------
Ευχόμαστε να σας αρέσει μέχρι εδώ που έφτασε η ιστορία. Αν πραγματικά κάποια κομμάτια δεν σας άρεσαν θα θέλαμε να ακούσουμε την γνώμη σας το γιατί και πως θα θέλατε να γινόταν. Το επόμενο σύντομα.

Out of my LimitDonde viven las historias. Descúbrelo ahora