6. Σφουγγαρίζοντας πατώματα

129 30 4
                                    


Έφυγα από την καφετέρια γεμάτη νεύρα. Το βουτυρόπαιδο δεν είχε κάνει την παραμικρή κίνηση για να με βοηθήσει στο καθάρισμα. Είπε κάτι μαλακίες ότι θα με πλήρωνε αν έκανα το μερείδιό του, αλλά του εξήγησα ξεκάθαρα πως δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο. Έτσι, γυάλισα όλον τον κάτω όροφο όπως μου ζήτησε ο κύριος Χαράλαμπος, αλλά δεν άγγιξα τον δεύτερο.

Όταν έφτασα έξω από το σπίτι, άρχισα να ψάχνω τις τσέπες μου, μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου πάνω σε ένα από τα τραπέζια που καθάρισα.

Την τύχη μου...

Πήρα τον δρόμο της επιστροφής βρίζοντας. Όταν έφτασα, το βουτυρόπαιδο δεν ήταν εκεί. Υποτίθεται πως ο ιδιοκτήτης θα τον κρατούσε παραπάνω, κουραφέξαλα.

Μία από τις σερβιτόρες έβαζε φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Την παρατήρησα κι αμέσως θυμήθηκα πως ήταν μια από τις δυο που προσπαθούσαν να με ξεκολλήσουν από τον Στέφανο. Κρυβόταν η μία πίσω απ'την άλλη και δεν τολμούσαν να μας πλησιάσουν. Μόλις με πήρε το μάτι της γούρλωσε, κι ύστερα κοίταξε αλλού τάχα αδιάφορα. Εγώ αγνόησα το περίεργο βλέμμα της κι άρχισα να ψάχνω για τα κλειδιά μου, αλλά δεν ήταν στο τραπέζι που θυμόμουν ότι τα άφησα.

"Συγγνώμη..." της είπα κι εκείνη με κοίταξε φανερά αγχωμένη. "Μήπως βρήκες πουθενά τίποτα κλειδιά;"

"Εε... ναι." απάντησε και πήγε προς το ταμείο. Άνοιξε ένα συρτάρι και τα έβγαλε. "Ορίστε."

"Ευχαριστώ."

Κατευθύνθηκα προς την έξοδο, όταν η φωνή της με σταμάτησε. "Δουλεύεις εδώ;"

Γύρισα να την κοιτάξω. "Ναι. Θα δουλέψω μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι, για να ξεπληρώσω αυτό που ξέρεις... έσπασα."

Χαμογέλασε. "Ναι ξέρω."

Την κοίταξα λίγο καλύτερα. Έμοιαζε κοντά στην ηλικία μου κι είχε μαύρα γυαλιστερά μαλλιά τυλιγμένα στην κλασική ντομάτα που είχαν όλες οι σερβιτόρες του μαγαζιού. Πυκνές βλεφαρίδες και εκφραστικά μάτια, όσο περισσότερο την κοιτούσα το πιο όμορφη μου φαινόταν.

"Το άλλο παιδί; Θα δουλεύει κι αυτός εδώ... μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι;"

"Το βουτυρόπαιδο;"

"Βουτυρόπαιδο;" ρώτησε γελώντας.

"Ναι έτσι τον λέω. Του πάει δεν νομίζεις;"

Χαχάνισε δυνατά. "Δεν θα τολμούσα..." μουρμούρισε πειράζοντας τα λουλούδια.

Τράβηξα μια καρέκλα κι έκατσα. "Γνωρίζεστε;"

ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ Where stories live. Discover now