2. Απλές αισθητικές απολαύσεις

170 32 1
                                    

Η πλάτη μου είχε αρχίσει να πιάνεται στην ξύλινη καρέκλα. Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, κύριος Χαράλαμπος όπως μας είχε συστηθεί, μας κοιτούσε αυστηρά πίσω από το μεταλλικό γραφείο. Είχε το κινητό κολλημένο στο αυτί του περιμένοντας μάταια πως η μητέρα μου θα ανταποκριθεί στην κλήση του. Τζάμπα περιμένεις, ήθελα να του πω. Δεν ήρθε ακόμα η μέρα που η Στέλλα θα διακόψει το μανικιούρ.

Καθάρισε το λαιμό του και μας έριξε άλλο ένα αυστηρό βλέμμα προσπαθώντας να επιβληθεί και να φοβίσει... αλλά δεν μπορούσα να μην παρατηρώ το πως γυάλιζε η φαλάκρα του κάτω από τις λάμπες φθορίου που βρίσκονταν στερεωμένες στο ταβάνι. Το ξανθό αγόρι επίσης δεν φαινόταν να ψαρώνει. Κρατούσε σφιχτά την παγοκύστη γύρω από το χέρι του και έλεγχε τακτικά για το αν έχει υποχωρήσει το υποτιθέμενο πρήξιμο... εμένα μου φαινόταν πιο καλά από καλά.

Είχα σταματήσει να μετράω πόσες φορές με απείλησε ότι θα μου κάνει καταγγελία.    

Ο κύριος Χαράλαμπος άφησε το κινητό στο γραφείο και πήρε μια βαθιά ανάσα. "Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω μαζί της."

Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και πήρε ξανά τον λόγο. "Δεν νομίζω ότι συνειδητοποιείτε τι ζημιά έχετε κάνει." είπε με ανατριχιαστική σοβαρότητά και για πρώτη φορά σήμερα ένιωσα λίγο κρύο ιδρώτα να μαζεύεται στο μέτωπό μου.

~Μια ώρα πριν~ 

Έμεινα να τον κοιτάω με τα χέρια σταυρωμένα. Τι θα πει πού το βρήκες αυτό; Λογαριασμό θα του δώσω; Κατευθείαν μετάνιωσα πικρά το πόσο απροκάλυπτα τον τσέκαρα πριν λίγα δευτερόλεπτα. Είχε πει μόλις τέσσερις λέξεις και δεν ήθελα να ξαναανοίξει το στόμα του. Ήταν από αυτές τις βιτρίνες που ήθελες να χαζεύεις χωρίς ποτέ να μπεις μέσα να δοκιμάσεις· αν έμενε απλά ένας άγνωστος δεν θα χρειαζόταν να τον αντιπαθήσω. Δεν θα χρειαζόταν να δοκιμάσω ένα ρούχο που δεν μου κάνει. 

Αναστέναξε ανυπόμονα. "Σε ρώτησα κάτι..."

"Για ποιο πράγμα μιλάς; Σε ξέρω;"

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και στην μύτη μου τρύπωσε έντονη μυρωδιά από αντρική κολόνια. Άπλωσε το χέρι του και πριν το καταλάβω, τα δάχτυλά του ακούμπησαν στο στέρνο μου κι άρχισαν να ψηλαφίζουν την μικρή πεταλουδίτσα. Τραβήχτηκα προς τα πίσω ξαφνιασμένη. "Τι νομίζεις ότι κάνεις;"

Το σαγόνι του σφίχτηκε και τα μάτια του από λαμπερά έγιναν σκούρα μπλε. "Αυτό το περιδέραιο δεν είναι δικό σου." είπε κι η φωνή του ήταν ήρεμη κι ωστόσο  πιο βροντερή από πριν, έτσι που μ'έκανε να νιώσω το ξύλο να δονείται κάτω από τα πόδια μου.

ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ Donde viven las historias. Descúbrelo ahora