Ξύπνησα από τον ήλιο που με χτυπούσε στο πρόσωπο κι έτριψα τα μάτια μου νυσταγμένη. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι ήμουν στο πάτωμα. Πλήρως αποσυντονισμένη, ανακάθισα κι είδα το βουτυρόπαιδο βουλιαγμένο στο κρεβάτι μου. Κοιμόταν του καλού καιρού.
Σηκώθηκα όρθια κι έκανα να ανοίξω την πόρτα, ήταν ακόμα κλειδωμένη. Τι ώρα γύρισε η μαμά μου; Είναι σπίτι; Τι ώρα είναι;
Κοίταξα το κινητό μου, είχε πάει εννιά. Ξεκλείδωσα διστακτικά κι αφού έκανα τον σταυρό μου βγήκα δειλά στον διάδρομο. Ακροπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, προχώρησα στις σκάλες κι έριξα μια κλεφτή ματιά στο σαλόνι. Το σπίτι έμοιαζε άδειο, λογικά ήταν στην δουλειά.
Επέστρεψα στο δωμάτιό μου και πλησίασα το βουτυρόπαιδο. Μια ακτίδα φωτός είχε βρει στόχο τα μαλλιά του κάνοντάς τα να χρυσαφίζουν ολόξανθα. Το μισό του πρόσωπο ήταν χωμένο στο μαξιλάρι και το χέρι του είχε τρυπώσει κάτω απ'αυτό. Ανάσαινε βαριά, σχεδόν σφυρίζοντας σε κάθε εκπνοή. Έπρεπε να τον ξυπνήσω, αλλά κάτι ανεξήγητο με κρατούσε... κόμπλαρα για λίγο. Γιατί δεν τον ξυπνάς;
Επειδή φοβάσαι ότι θα είναι ακόμα μεθυσμένος; ή μάλλον επειδή θα είναι εντελώς νηφάλιος;
Επειδή φοβάσαι ότι θα έχει ξεχάσει ό,τι έγινε χθες; ή επειδή μπορεί να τα θυμάται όλα;
Επειδή θα φύγει; επειδή σ'αρέσει το πώς κοιμάται;
Κούνησα το κεφάλι μου διώχνοντας όλες τις αλλόκοτες σκέψεις και τον σκούντηξα απότομα. Εκείνος σάλεψε και μούγκρισε... άνοιξε τα μάτια του αργά και με κοίταξε σαν χαμένος. Θυμήθηκα ότι φορούσα μόνο ένα φανελάκι κι ένα σορτσάκι και για κάποιον λόγο ένιωσα άβολα και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά στο στήθος. Αλλά σε δεύτερη σκέψη μάλωσα τον εαυτό μου, είναι μόνο το βουτυρόπαιδο.
Αυτός ανασηκώθηκε στο κρεβάτι μου κι αμέσως έπιασε το κεφάλι του βογκώντας. "Καλά ξυπνητούρια." του είπα. Κοίταξε γύρω του κι έξυσε τον σβέρκο του.
"Πού..."
"Στο δωμάτιό μου."
Με κοίταξε ανέκφραστος, το σκέφτηκε για λίγο κι έγνεψε καταφατικά. Μετά από περίπου ένα λεπτό είπε: "Και τι..."
"Λιποθύμησες στο ταξί πριν μου πεις πού μένεις." Έμοιαζε τρομερά αποπροσανατολισμένος, σαν να είχε χάσει την μαμά του στο σουπερμάρκετ. "Άντε, σήκω. Θα σου κάνω καφέ, θα σου δώσω και παυσίπονο."
KAMU SEDANG MEMBACA
ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ
Fiksi RemajaΗ Κατερίνα ποτέ της δεν βασίστηκε στα χρήματα για να τα βγάλει πέρα. Πίστευε πάντα πως με λίγη σκληρή δουλειά μπορούσε να καταφέρει ό,τι έβαζε στο νου. Αυτό όμως δεν μπορεί να το ανατρέψει. Οι γονείς της παίρνουν διαζύγιο και είναι αναγκασμένη να...