20. Μια μέρα χωρίς καβγάδες #not

101 24 6
                                    

Την επόμενη μέρα ξύπνησα χωρίς ενέργεια. Δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ, στριφογυρνούσα μέχρι αργά. Σκεφτόμουν συνέχεια όλα όσα έγιναν με τον Στέλιο... δεν ένιωθα την ελευθερία που περίμενα. Σχεδόν φοβόμουν ότι μέσα μου βαθιά υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού που ήλπιζε να μην έχει φύγει για τα καλά· όλα τα υπόλοιπα κομμάτια πάντως δεν ήθελαν να τον ξαναδούν ούτε ζωγραφιστό. 

Έφτασα στο μαγαζί στην ώρα μου και το βουτυρόπαιδο ήταν αραχτό σε δυο καρέκλες όπως πάντα. Με το που τον κοίταξα, κατευθείαν μου ήρθε στο μυαλό το χθεσινό συμβάν, το πώς τήρησε στο έπακρο το δικό του μέρος της συμφωνίας. Ένιωσα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται και κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε για να διώξω την εικόνα του φιλιού που μου είχε δώσει στο μάγουλο. Αχού μωρέ... σαν τα πεντάχρονα κι εγώ θα κάνω πιτζάμα πάρτι να το πω στις φίλες μου... Κατερίνα, σύνελθε!

Και πάνω που πήγα να συνέλθω, δεν μπόρεσα να μην κάνω τη σκέψη: ήρθε στο μπαράκι χωρίς να ξέρει ότι τον χρειάζομαι. Ήρθε για να με δει. Ή κατά μια σχεδόν εξωπραγματική σύμπτωση είχε κανονίσει να πάει για ποτό εκεί την μέρα και την ώρα που ήξερε πως τραγουδούσα. 

Πήρα βαθιά ανάσα και πλησίασα το τραπέζι. Ο κύριος Χαράλαμπος με μιας ήρθε προς το μέρος μας. "Καλημέρα παιδιά." είπε καλοσυνάτα αλλά όχι τόσο ευδιάθετα όσο μας είχε συνηθίσει. Τα μάτια του έκαναν ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε κάτι έγγραφα που κρατούσε το ένα χέρι και στο τηλέφωνο που κρατούσε το άλλο. "Σήμερα σας έχω μια διαφορετική δουλειά." μουρμούρισε χωρίς να μας κοιτάει όσο πίεζε κουμπιά στο ασύρματο. Στήριξε τη συσκευή ανάμεσα στο μάγουλο και τον ώμο του κι έχωσε το πλέον ελεύθερο χέρι του στη κωλότσεπη βγάζοντας ένα μικρό χαρτάκι. "Χάλασε η καφετιέρα. Πηγαίνετε σ'αυτό το κατάστημα, γράφω και το μοντέλο που θέλω από κάτω." μας είπε κι αφού μου έδωσε και τα χρήματα απομακρύνθηκε μιλώντας με κάποιον Παπαδόπουλο. Μην έχοντας προλάβει να πω λέξη γύρισα προς το βουτυρόπαιδο κι εκείνο βαριαναστέναξε. 

"Να υποθέσω δεν θα'ρθεις."

Τέντωσε το λαιμό του βογκώντας κι ανασηκώθηκε. "Μπα... ίσως πρόκειται για το πιο ενδιαφέρον πράγμα που μας ζήτησαν να κάνουμε από τη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας εδώ μέσα." είπε ξύνοντας τον ώμο του κι ύστερα σηκώθηκε. "Έχω παρκάρει από πίσω." πρόσθεσε κάνοντάς μου νόημα με το κεφάλι του προς την έξοδο.

Βγαίνοντας από το μαγαζί είδα τον ουρανό γεμάτο σύννεφα κι ενθουσιάστηκα. "Επιτέλους..." μουρμούρισα και το βουτυρόπαιδο με κοίταξε πλάγια.

ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ Où les histoires vivent. Découvrez maintenant