12: h

5.1K 541 149
                                    

Περίεργος που ήταν ο έρωτας· με έκαιγε, με κατέστρεφε, με σκότωνε αργά... Κι εγώ εκεί. Ακόμη ερωτευμένη με το λάθος άτομο,

Κάθησα κλεισμένη στο δωμάτιό μου ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Δεν πήγα ούτε στην δουλειά, δεν ένιωσα τύψεις, δε με ένοιαξε καν αν με διώξουν. Ούτε έδινα σημασία στις φωνές του πατριού μου για το ότι δεν σέβομαι τίποτα και το ότι με αυτή τη συμπεριφορά κάνω χάλια την μητέρα μου. Ένας τίτλος ιερός που αυτή η γυναίκα σίγουρα δεν άξιζε να έχει.

Το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω βουβά κάτω από τα σκεπάσματα. Δε γινόταν να την είχε αφήσει στ' αλήθεια έγκυο, έτσι; Ήταν η στιγμή που κατάλαβα πόσο άγρια την είχα πατήσει μαζί του. Ω Θεέ, ήμουν ερωτευμένη. Δεν ήταν μία νεανική χαζομάρα που θα περνούσε με το που έπαιρνα απολυτήριο, ήταν κάτι δυνατό που έκαιγε τα σωθικά μου.

Την Δευτέρα αρνήθηκα κατηγορηματικά να πάω σχολείο και την Τρίτη έκανα κοπάνα από το μάθημα της βιολογίας γιατί ήμουν σίγουρη πως θα με έπιανε η γνωστή παράνοια αν τον έβλεπα μπροστά μου.

Κάθομαι μόνη σε ένα τραπέζι στην καφετέρια του σχολείου και πίνω πορτοκαλάδα. Η Ruth είναι άρρωστη εδώ και δύο μέρες οπότε δεν έχω κανέναν. Σκέφτομαι ότι αυτό ίσως δεν είναι απαραίτητα κακό επειδή έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο με τις σκέψεις μου. Πάλι εκείνον σκέφτομαι, ο οποίος σημειωτέον περπατάει προς το μέρος μου.

Είναι πανέμορφος! σκέφτομαι θέλοντας να βάλω τα κλάματα που δεν είναι δικός μου. Μα ουσιαστικά ούτε δικός της είναι... Οι άνθρωποι δεν είναι ιδιοκτησίες μας!

Τελικά τραβάει την καρέκλα, κάθεται απέναντί μου και αφήνει το βιβλίο της βιολογίας στην επιφάνεια του τραπεζιού.

«Με αποφεύγεις» αναφωνεί σιγά. «Μπορώ τουλάχιστον να μάθω τον λόγο;»

«Και τι σε νοιάζει;» αντιγυρίζω. «Έτσι κι αλλιώς αυτό δεν ήθελες; Να μη μιλάμε. Ε, ωραία. Σταμάτησα να σε ενοχλώ».

Παίρνει μία βαθιά ανάσα και με κοιτάζει, «Έχουμε μία κουβέντα να κάνουμε εμείς οι δύο».

Κουβέντα; Τι κουβέντα; σκέφτομαι.

«Για όλα όσα είπες τις προάλλες στο "ποίημά" σου» εξηγεί. «Στο γραφείο των καθηγητών συζητιέται έντονα το όνομά σου τον τελευταίο καιρό, Noora. Γιατί είσαι τόσο αντιδραστική;»

«Εσύ φταις» πετάω με σιγουριά.

«Εγώ;» σχεδόν γουρλώνει τα μάτια του.

Σηκώνω τους ώμους μου, «Φταις που είσαι όμορφος. Φταις που δεν μου δίνεις σημασία. Φταις που πιστεύεις όλα όσα πιστεύουν όλοι οι άλλοι για εμένα! Φταις...» ξεκινάω, αλλά σταματώ απότομα.

«Ναι;» με προκαλεί.

«Φταις που την άφησες έγκυο».

Όταν τολμώ επιτέλους να βγάλω αυτή τη πρόταση, ένα βάρος φεύγει από μέσα μου. Νιώθω περιέργως λίγο πιο ελαφριά και για πρώτη φορά μετά από μέρες δεν θέλω να κλάψω στην ιδέα αυτή.

«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, Noora!» αντιγυρίζει. «Φέρεσαι σαν παιδί, κόψ' το».

Πετάγομαι, «Ναι. Ίσως επειδή όντως είμαι παιδί».

«Το ίδιο λέμε. Κλείνω τα τριάντα σε δύο μήνες και εσύ είσαι... Πόσο; Δεκαοχτώ; Είσαι μόνο ένα παιδί, δεν κολλάμε εμείς οι δύο και δε νομίζω να σου έδωσα κανένα δικαίωμα ώστε να χτίσεις ελπίδες και όνειρα για οποιαδήποτε σχέση μαζί μου» ψιθυρίζει για να μην μας ακούνε.

Φαίνεται τόσο σίγουρος γι' αυτά που λέει όμως που ένα κομμάτι μέσα μου ραγίζει.

«Για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, το ότι εκείνη τη μέρα σε έσωσα δεν πάει να πει ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου ή έστω ότι μου αρέσεις» συνεχίζει ακόμη πιο σοβαρός. «Μπορώ να είμαι εδώ σε οτιδήποτε χρειαστείς, έχω καταλάβει ότι τραβάς ζόρι σπίτι σου. Αλλά δεν θα είμαι ποτέ φίλος σου, θα είμαι ο καθηγητής της βιολογίας και όλες οι σχέσεις μας τελειώνουν εκεί, το κατάλαβες;»

Ξεροκαταπίνω, «Εσύ έχεις καταλάβει ότι όλα αυτά είναι μαλακίες;»

«Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Τότε είναι πολύ σκληρή για εμένα! οι σκέψεις στο κεφάλι μου μπλέκονται σαν καλώδια του ρεύματος.

«Τι νομίζεις; Ότι δεν έχω δει τον τρόπο που με κοιτάς;» ρωτάω. «Και γιατί ασχολείσαι καν μαζί μου αν δεν είσαι τσιμπημένος; Ω, έλα τώρα, Harry... Μαλακίες».

Είμαι έτοιμη να φωνάξω και το πρόσωπο του Harry αλλάζει χιλιάδες χρώματα μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Πιάνω τον εαυτό μου να τον λυπάται για λίγο, μα αυτό το συναίσθημα φεύγει όταν τα λόγια του με χαστουκίζουν.

«Άκουσέ με! Δεν - σε - θέλω» συλλαβίζει αργά.

«Τότε φύγε, παράτα με» αναφωνώ. «Να μη σε νοιάζει αν είμαι καλά ή όχι».

«Να μη με νοιάζει;» οι γωνίες στο πρόσωπό του σφίγγονται. «Έκανες απόπειρα αυτοκτονίας και είσαι μέσα στη θλίψη, φυσικά και δε μου περνάει απαρατήρητο».

«Τέλος πάντων...» είναι το μόνο που λέω στροβιλίζοντας τα μάτια μου.

Ο Harry σηκώνεται και έτσι απλά φεύγει. Μένω πάλι μόνη μου, αλλά όταν σηκώνομαι και χώνω τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας βρίσκω ένα μικρό χαρτάκι στην δεξιά τσέπη. Το ξετυλίγω γρήγορα και διαβάζω:

"Απόψε στο σπίτι μου. H"

𝐎𝐡, 𝐭𝐞𝐚𝐜𝐡𝐞𝐫Where stories live. Discover now