Βγήκα τρέχοντας στο διάδρομο κι έτρεξα προς το καμαρίνι μου.
Άκου εκεί ο βλάκας να απλώσει χέρι πάνω μου! Επειδή χορεύω σε κλαμπ δε σημαίνει πως είμαι καμία εξώλης και προώλης.
Πήρα την καπαρντίνα μου, και κατευθύνθηκα βιαστικά προς την έξοδο. Ένα κρύο ρεύμα με διαπέρασε μόλις πέρασα την πίσω πόρτα της εξόδου, και έσφιξα την καπαρντίνα πιο σφιχτά πάνω μου. Μόλις είχε μπει ο Μάιος, όμως τέτοια ώρα τη νύχτα η πόλη ήταν ακόμα κρύα, κι εγώ είχα ξεχάσει να αλλάξω ρούχα. Βγήκα στην πιάτσα των ταξί, κι εκεί ο Βασίλης, ένας καλός φίλος ταξιτζής προσφέρθηκε να με πάει στο νοσοκομείο, όπως κάθε βράδυ άλλωστε.
Ήταν γύρω στις πέντε όταν έφτασα στο νοσοκομείο, και όπως κάθε βράδυ μπήκα μέσα με τη βοήθεια των φυλάκων. Όλοι με συμπαθούσαν, ή ίσως και να με λυπόντουσαν εξαιτίας της μητέρας μου που νοσηλευόταν σε αυτό το μέρος εδώ και ένα χρόνο, όμως σημασία είχε μόνο ότι με άφηναν να μένω εδώ τα βράδια, δίπλα της.
Περπάτησα γρήγορα προς το δωμάτιό της και την βρήκα να κοιμάται γαλήνια. Άφησα ένα φιλί στον κρόταφό της και κάθισα στην καρέκλα δίπλα της κοιτάζοντάς την, ώσπου τελικά αποκοιμήθηκα.
"Κυριακούλα μου, ξυπνά" άκουσα τη γλυκιά φωνή της μαμάς μου να με φωνάζει για να σηκωθώ και άφησα ένα χασμουρητό να βγει από το στόμα μου.
Άνοιξα τα μάτια μου και της χαμογέλασα ενώ ταυτόχρονα τεντώθηκα για να ξεπιαστώ. Σηκώθηκα αμέσως από την καρέκλα και την πλησίασα για να της δώσω μία αγκαλιά κι ένα φιλί.
"Σου πηγαίνει αρκετά το ξανθό μαλλί, ίσως να πρέπει να σκεφτείς και να το βάψεις κάποια στιγμή έτσι" είπε εκείνη γλυκά κοιτάζοντας τα μαλλιά μου όμως δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
Έπιασα τα μαλλιά μου και προσπάθησα να τα φέρω μπροστά στα μάτια μου για να καταλάβω, και τότε συνειδητοποίησα ότι φορούσα ακόμη την περούκα από χθες στο μαγαζί.
"Αα, αυτήν... Την έφερα για 'σένα!" είπα αδιάφορα και με μια κίνηση την έβγαλα.
Εκείνη χαμογέλασε διάπλατα και έκανε την καρδιά μου να λιώσει. Η τελευταία περούκα που της έφερα ήταν μια μαύρη και δεν την έβγαζε σχεδόν ποτέ. Από τότε που διαγνώστηκε με λευχαιμία και άρχισε τις χημειοθεραπείες, τα πλούσια μαλλιά της άρχισαν να πέφτουν και εκείνη να μαραζώνει κάθε μέρα και περισσότερο, σα λουλούδι που δεν το ποτίζεις. Όταν έχασε πλέον όλα τα μαλλιά της άρχισα να της αγοράζω διάφορες περούκες. Ποτέ μελαχρινές, ποτέ καστανές ή χάλκινες, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να της πάρω κάποια ξανθιά.
VOUS LISEZ
Η κρυφή ζωή της Σάντυ {TYS2020 Winner}
Roman d'amourΗ Κυριακή είναι μια 25χρονη φοιτήτρια που τα βράδια δουλεύει ως χορεύτρια σε ένα κλαμπ για να μπορεί να νοσηλεύει την μητέρα της που πάσχει από λευχαιμία. Ένα καινούριο στέλεχος στο κλαμπ θα της κάνει τη ζωή δύσκολη και θα την φτάσει στα όρια της. Τ...