κεφάλαιο 14

2.5K 280 22
                                    

"Φθινόπωρο στον έρωτα
απόψε ανατέλλει
αρισμαρί και μέλι
μύρισαν τα βουνά
κι εγώ κοιτάζω σιωπηλός
το χώμα το βρεγμένο
σαν κάρβουνο αναμμένο
η ομορφιά πονά.

Φιλί γυρεύω του ουρανού
κι αυτός μου δίνει στάχτη
μα απ’ της καρδιάς τ’ αδράχτι
σαν θέλω να κοπείς....
σαλεύουν τα πορτόφυλλα
κι η κλειδωνιά γυρίζει
αέρας μου σφυρίζει
αν έρθεις, μην αργείς.

Γδύσου κι από τα μάτια μου
πάρε νερό και πλύσου
ο χωρισμός θυμήσου
είναι χειμωνανθός
τη λύπη την κατοίκησα
σε νύχτα και σε μέρα
σ’ αφήνω στον αέρα
για να σε βρω στο φως..."


Δύο ώρες μετά και η Έλενα γύριζε σαν χαμένη, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη το χάος που επικρατούσε στο μυαλό της.
Τα μάτια της κόκκινα από το κλάμα λες και η επιλογή δεν ήταν στα δύο της χέρια.

Τα βήματα της την έβγαλαν έξω από το ιατρείο του πατέρα της.
Πατέρας... Τέρας...
Παρτάκιας και εγωιστής.
Ξαφνικά ένιωσε μια φωτιά να κατακλύζει το σώμα της και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες της πολυκατοικίας δύο-δύο.

Μπούκαρε μέσα στο γραφείο και έπεσε πάνω στην ερωμένη του.
Τη κοίταξε γεμάτη μίσος και την έφτυσε,ενώ με μια δυνατή σπρωξιά, παραμέρισε εκείνη και άνοιξε βίαια τη πόρτα του γραφείου του.

"Έλενα;" Πήγε να μιλήσει προβληματισμένος μα μόλις είδε το πρόσωπο της κατάλαβε.

"Προσπάθησα τόσο πολύ να σε συγχωρήσω,εφτά χρόνια τώρα,εφτά γαμημένα χρόνια παλεύω με τον εαυτό μου κάθε μέρα για να το κάνω,όμως εσύ μου υπενθυμίζεις συνέχεια πόσο ανάξιος είσαι σαν πατέρας. Χώρισε τη γαμώτο, γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί; Θέλεις δύο;"

"Άσε με να σου μιλήσω..."
Προσπάθησε ξανά να της πει.

"Δεν σου αξίζει,δεν σου αξίζει ούτε λεπτό από το χρόνο μου. Έχεις μια δεύτερη ευκαιρία για χάρη της μαμάς,για κανέναν άλλο πούστη λόγο,αν έρθω αύριο και είναι αυτή εδώ θα το κάψω το ιατρείο σου. Μου έχεις καταστρέψει τη ζωή μου...σε σιχαίνομαι όσο δεν σιχαθηκα κανέναν." Του φώναζε εκτός εαυτού γεμάτη μίσος.
Εκείνος έμεινε σιωπηλός,τι να έλεγε;
Τα λόγια της κόρης του ξυράφια,μα ήξερε καλά πως είχε δίκιο.
Κατέβασε το κεφάλι και εκείνη έτρεμε...
Έτρεμε τόσο πολύ...
Έσπρωξε με το χέρι της ότι υπήρχε πάνω στο γραφείο του,γεμίζοντας γυαλιά και χαρτιά όλο το πάτωμα και έφυγε...
Έφυγε και συνέχισε να κλαίει ασταμάτητα...

Μη με ξεχάσεις Where stories live. Discover now