Αποστολή

557 72 193
                                    

Χάρης POV

"Της φέρθηκες απαίσια." Μου λέει ο κολλητός μου ο Μάκης και τον κοιτάζω.

"Στα αρχίδια μου." Του απαντάω και συνεχίζω να καπνίζω το τσιγάρο μου.

"Μα καλά γιατί μίλησες έτσι στην κοπέλα? Δεν έκανε κάτι κακό. Απλά μας έδωσε τα χρήματα της." Μου λέει και αφού κάνω και την τελευταία τζούρα σβήνω το τσιγάρο μου και πάω να ανάψω ένα ακόμα όμως ο Μάκης με σταματάει.

"Θα πάθεις τίποτα με τόσα τσιγάρα." Μου λέει και γελάω λιγάκι ειρωνικά.

"Μάκη. Καπνίζω από τα δεκαπέντε μου. Είμαι σε μια συμμορία. Καθημερινά εισπνέω χιλιάδες τόνους δακρυγόνων καυσαερίων μολότοφ και καπνών. Αυτό το τσιγαρακι θα με βλάψει?" Τον ρωτάω και παίρνει τα τσιγάρα από τα χέρια μου.

"Όχι άλλα σου το έχουν πει όλοι χιλιάδες φορές. Κόψε το τσιγάρο." Μου λέει και ρολαρω τα μάτια μου.

"Είμαι είκοσι χρονών δεν χρειάζομαι κηδεμόνα να μου λέει τι θα κάνω." Του λέω και τότε η πόρτα του δωματίου μου χτυπάει και κάνω αμέσως νόημα στον Μάκη να κρύψει τα τσιγάρα μου.

"Ναι?" Ρωτάω αν και ξέρω πως από πίσω είναι η μητέρα μου και εκείνη ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.

"Χάρη μου? Μάκη μου? Είστε καλά? Μήπως θέλετε να σας φέρω κάτι να φάτε? Έχω φταίξει νόστιμο κέικ με σοκολάτα και σπανακόπιτα." Μας ρωτάει.

"Όχι μαμά μου. Δεν χρειάζεται. Σου το έχω πει δεν χρειάζεται να μαγειρεύεις τόσο και να κουράζεσαι. Θα πονέσει και άλλο το πόδι σου. Άντε πήγαινε μέσα." Της λέω αμέσως.

"Μα καμάρι μου δεν με κουράζει να σε περιποιούμαι. Ούτε σε εσένα ούτε τον Μάκη μας." Μου λέει χαμογελαστή.

"Πήγαινε μαμά να ξεκουραστείς. Όλα καλά." Της λέω γλυκά.

"Εντάξει αγοράκι μου. Πάω. Αλλά αν θελήσετε τίποτα ελάτε μέσα να σας βγάλω να φάτε." Μας λέει καθώς βγαίνει έξω από το δωμάτιο μου και κλείνει την πόρτα.

"Εγώ ήθελα να φάω και κέικ σοκολάτας και σπανακόπιτα." Λέει με παράπονο ο Μάκης.

"Δεν την θέλω να κουράζεται. Ούτε να στεναχωριέται. Γιατί νομίζεις ότι δεν καπνίζω μπροστά της? Ξέρει χρόνια ότι καπνίζω αλλά δεν θέλω να με βλέπει και στεναχωριέμαι." Του λέει και γελώντας τσιμπάει το μάγουλο μου κάνοντας με να εκνευριστω.

"Είσαι ένας μικρούλης γλυκούλης μαμακιας που είσαι εσύ." Μου λέει και κοπαναω το χέρι του και απομακρύνεται από κοντά μου.

ΤαξικάWhere stories live. Discover now