Π: Μαρινέλλα!
Αυτή γυρίζει απότομα το κεφάλι της και τον αντικρίζει μερικά μέτρα πίσω.
Μ: Εσύ; Τι θέλεις;
Π: Δώσε μου λίγο το κινητό σου...
Μ: Εμ, ορίστε, πάρτο....
Και ξαφνικά ακούγεται ο ήχος κλήσης του Παναγιώτη και με ένα γελάκι την κοιτάει...
Π: Ορίστε! Τώρα με έχεις στις επαφές σου!
Μ: Μα, ποιος...
Και έφυγε εκείνος με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά..
Σ: Καλέ...Από πού ξέρεις τον γορίλα;
Μ: Ποιον;
Α: Τον Παναγιώτη εννοεί, έτσι τον παρατσουκλίζουμε...
Μ: Αα, τίποτα σπουδαίο απλά κουτουλήσαμε πριν καθώς πήγαινα στην τάξη και μου έπιασε ψιλοκουβέντα.
Α: Αποκλείεται για αυτόν να είναι τίποτα σπουδαίο.
Σ: Για να σου πήρε το τηλέφωνο, για να πάρει τον αριθμό σου, πίστεψέ με για αυτόν δεν είναι ένα πέρασμα.
Μ: Ντάξει, βρε κορίτσια δεν είναι κάτι παραπάνω...Μην λέτε βλακείες τώρα.
Α: Καλά καλά. Θα μας θυμηθείς όταν θα σου γυαλίσει το ματάκι. Πάντως είναι καλό παιδί, αλλά πάει και μπλέκει με ξινόγαλα..
Μ: Τι εννοείς;
Α: Πηγαίνει με τις ντίβες. ότι είναι στην μόδα το πάει από πίσω. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει; Δεν σου αρέσει...
Μ: Σιγά μην κάτσω να ασχοληθώ μωρέ. Άντε περπατήστε πιο γρήγορα γιατί θα φτάσουμε στο σπίτι αύριο...
Σ: Ναι ναι. Γιατί το αποφεύγεις τώρα;
Μ: Δεν αποφεύγω τίποτα γλυκιά μου. Απλά δεν με νοιάζει τι κάνει στην ζωή του. Ωραίο παιδί αλλά είπα ότι μέχρι να τελειώσω τις σπουδές δεν μπλέκω με κανέναν.
Α: Ίσως αυτός σπάσει τον κανόνα σου...Ποτέ δεν ξέρεις.
Μ: Έλα Αναστασία, μην λες ανοησίες...
Η Αναστασία και η Στέλλα επέμεναν για τον Παναγιώτη. Η Μαρινέλλα έδειξε λίγο ενδιαφέρον αλλά μετά θυμήθηκε τα όρια που είχε βάλει στον εαυτό της. Μετά από αρκετή συζήτηση έφτασαν επιτέλους στο σπίτι. Η Μαρινέλλα έπιασε το μαγείρεμα ενώ οι άλλες μοίρασαν τις δουλειές του σπιτιού. Σε 1 ώρα τα είχαν κάνει όλα και έκατσαν για φαγητό. Τα κορίτσια την πείραζαν για τον Παναγιώτη και αυτή συνεχώς απαντούσε λίγο ειρωνικά, όμως με ένα μικρό χαμόγελο στο στόμα.
ΤΟ ΑΠΌΓΕΥΜΑ:
Α: Έλα ρε μην πάρετε τίποτα από το σπίτι. Θα περάσουμε από τον φούρνο.
Μ: Εντάξει καλέ. Μισό να πάρω την τσάντα μου...
Σ: Άντε πάμε. Θα έχει αρχίσει το ματς. Να πάμε από την αρχή να γελάσουμε λίγο.
Μ: Έρχομαι έρχομαι. Άντε πάμε...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Α: Από τον φούρνο τι θα πάρουμε;
Μ: Εγώ νερό θέλω μόνο.
Σ: Άντε μωρέ, μόνο νερό; Πάω να πάρω εγώ.
Α: Μην ξεσηκώσεις όλο τον φούρνο.
Σ: Γεια σας.
( ησυχία )
Σ: Συγγνώμη, είναι κανένας εδώ; Με συγχωρείτεεεεε...
Υπάλληλος: Τι θες κοπέλα μου; Φωνάζεις και φωνάζεις. Έρχομαι σου λέω.
Σ: Και πού να σε ακούσω εγώ ρε φίλε από πίσω που φωνάζεις; Είναι αυτή επιχείρηση με έναν υπάλληλο μόνο; Έλεος..
Υπάλληλος: Κοπελιά, άκου να σου πω...Πες μου τι θες να πάρεις γιατί έχουμε και δουλειές.
Σ: Πολύ ευγενικό είσαι βλέπω.
Υπάλληλος: Σε πελάτισσες σαν και εσένα έτσι είμαι εγώ.
Σ: Δώσε μου τρία νερά, δύο από αυτές τις μπάρες και βάλε μου ένα κουτί από αυτά τα κουλούρια.
Υπάλληλος: Πόσες μπάρες;
Σ: Δύο, δύο. Εκτός από ανίκανος είσαι και κουφός;
Υπάλληλος: Άκου να σου πω! Τα νεύρα σου αλλού.
Σ: Ποια νεύρα μου καλέ; Από όταν σε συνάντησα ξεφύτρωσαν τα νεύρα.
Υπάλληλος: Σιγά κοπέλα μου...
Σ: Άντε τελείωνε μωρέ. Που θα με πεις και κοπέλα σου.
Υπάλληλος: Ορίστε...
Σ: Θα σου έλεγα τίποτα τώρα. Πόσο είναι;
Υπάλληλος: 10.
Σ: Να είναι οι ώρες σου.
Υπάλληλος: Είπες κάτι;
Μ: Άντε ρε Στέλλα τι κάνεις τόση ώρα;
Υπάλληλος: Μαρινέλλα;
Μ: Γιάννη; Τι κάνεις εσύ εδώ;
Σ: Γνωρίζεστε;
YOU ARE READING
Βιάστηκα να σε αγαπήσω
RomanceΗ 18χρονη Μαρινέλλα, σπουδάζει οικονομικά σε ένα πανεπιστήμιο της Πάτρας. Εκεί, συνάπτει φίλες, την Στέλλα και την Αναστασία, με τις οποίες μοιράζεται να πάντα και συγκατοικούν πλέον μαζί. Τυχαία, σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου γνωρίζει έναν νεαρό, τον Π...