Εικοστό Ένατο Κεφάλαιο

4 1 0
                                    

Α: Λοιπόν, ας τις μοιράσουμε. Εγώ παίρνω αυτή  εσείς μοιράστε τις άλλες. 

Κ: Γιατί ψάχνουμε είπαμε; 

Α: Ρε Κώστα έλεος δηλαδή. Είπαμε, θα ψάξουμε πού ήταν όλοι αυτοί αφού δεν ήταν στο πάρτι. 

Κ: Α ναι! Ωραία.

Έπειτα από πολλές ώρες:

Π: Λοιπόν, εγώ βρήκα τρία ονόματα. 

Γ: Για πες..

Π: Την Αφροδίτη, η οποία ήταν σε ένα μπαράκι κοντά στο τμήμα, τον Πέτρο που έμεινε σπίτι του και...

Α: Και; 

Π: Την Μαρία.

Σ: Ποια άλλη! 

Α: Αυτή βρήκες πού ήταν; 

Π: Εμ ναι...

Γ: Άντε ρε Παναγιώτη, μίλα! 

Π: Καλά ντε! Βρήκα ότι ήταν έξω από το πανεπιστήμιο. 

Σ: Έξω από το πανεπιστήμιο; Και τι έκανε; 

Π: Για να ήταν έξω από το πανεπιστήμιο, ίσως να μην ήταν αυτή που έφταιγε. Πιο πιθανό είναι να φταίει η Αφροδίτη. 

Α: Όντως. Οπότε, πρώτη είναι η Αφροδίτη. 

Π: Ναι. Τι πρέπει να κάνουμε τώρα; 

Σ: Ότι είναι να κάνουμε, να το κάνουμε γρήγορα και διακριτικά. 

ΙΣΠΑΝΊΑ: 

Α: Μαρινέλλα! Πού πας πάλι; 

Μ: Με τα παιδιά...

Α: Όχι! Απαγορεύεται να βγεις. 

Μ: Τι είπες; 

Α: Αυτό που άκουσες. Είσαι σε περιορισμό. 

Μ: Ποιος το είπε αυτό; 

Α: Η αστυνομία. 

Μ: Η αστυνομία; 

Α: Ναι! Κάποιος άνοιξε ξανά την υπόθεσή σου. Μας διέταξαν να πηγαίνεις μόνο στην σχολή και μετά κατευθείαν σπίτι. Ξέχνα τις εξόδους. 

Μ: Μα τι είναι αυτά που  λες; 

Α: Αυτά που άκουσες! Άντε! Έχεις ξεφύγει πολύ μου φαίνεται. Αυτό θα σε επαναφέρει. 

Μ: Από τι να με επαναφέρει; Δεν σε καταλαβαίνω. 

Α: Μαρινέλλα, πας από το κακό στο χειρότερο. Νομίζεις ότι εγκρίνουμε την φιλία σου με αυτούς τους ναρκομανείς και την σχέση σου με τον Σεμπάστιαν, που οι γονείς του κάνουν εμπόριο λευκής σαρκός; Όταν ήσουν στην Ελλάδα, ήσουν πολύ καλύτερα. Από ότι μάθαινα δεν έκανες τέτοια και είχες μία αξιοθαύμαστη σχέση με τον Παναγιώτη. Αλλά ναι τι περίμενα; Ότι θα ερχόσουν εδώ και θα έμενες ίδια; 

Μ: Δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι για τους φίλους μου και το αγόρι μου. Να μην σε νοιάζει τι κάνω στην ζωή μου. Έφυγα από την Ελλάδα για να γλιτώσω από εκείνους, αν είναι να ζω χειρότερα εδώ να φύγω. 

Α: Και πού θα πας; Για πες μου; Σε άλλους χειρότερους; 

Μ: Φεύγω! 

Α: Ναι φύγε! Όταν δεις τους αστυνομικούς στην εξώπορτα, ξανά έλα. 

Μ: Τι; Ποιοι αστυνομικοί; 

Α: Δεν τους βλέπεις; Το σπίτι είναι περιτριγυρισμένο. Αυτοί θα κανονίζουν ποιος θα μπαίνει και ποιος θα βγαίνει. 

Μ: Ωχ Θεέ μου. 

Α: Μην κάνεις άσκοπα όνειρα πλέον. Δεν θέλουμε το κακό σου. Το καλό σου θέλουμε για αυτό είσαι εδώ. 

Μ: Το ξέρω. Επιλογή μου ήταν άλλωστε. Αλλά θέλω να είμαι ελεύθερη. Δεν μπορώ να είμαι ούτε αυτό; 

Α: Καρδιά μου, πρέπει να καταλάβεις πως εδώ δεν είναι Ελλάδα. Αφού ενημερώθηκε η αστυνομία τι είχε γίνει τότε, έτσι θα είμαστε από εδώ και πέρα. 

Μ: Ίσως να θέλω να γυρίσω πίσω. 

Α: Θέλεις να πας στην Ελλάδα; 

Μ: Ναι. Δεν ξέρω ξαδέρφη, είμαι μπερδεμένη πολύ. Από την μία μου αρέσει τόσο πολύ ο Σεμπάστιαν αλλά...

Α: Όχι σε εμένα δισταγμούς. 

Μ: Είμαι ερωτευμένη με τον Παναγιώτη ακόμα και μου λείπει η παρέα μου. 

Α: Τότε γιατί δεν γυρίζεις πίσω; 

Μ: Δεν είναι εύκολο. Μετά από αυτό που μου έκαναν, δεν ξέρω. Είμαι πολύ μπερδεμένη. Ουφ! Δεν ξέρω τι να κάνω.

Α: Μείνε. Μέχρι το τέλος. Μετά φεύγεις. Δεν σου κάνει καλό να έρχεσαι και να πηγαίνεις. 

Μ: Δίκιο έχεις αλλά, με τους αστυνομικούς έξω...θα νιώθω λίγο άβολα. 

Α: Είσαι με τα καλά σου; Ίσα ίσα θα νιώθεις ασφαλή. Μην ανησυχείς την νύχτα δεν θα είναι τόσοι πολλοί. 

Το βράδυ βρήκε την ευκαιρία να τηλεφωνήσει στον Σεμπάστιαν, και αυτός μόλις άκουσε την φωνή της τρελάθηκε. Πήγε αμέσως κοντά της. Μετά από το σκαρφάλωμα στην σκεπή, τις γραντζουνιές που είχαν δημιουργηθεί πάνω του, μπήκε στο δωμάτιό της, χωρίς να τον παρατηρήσει κανένας. Κλείδωσε την πόρτα. Ένιωσε μία έξαψη πάνω του να ξεφεύγει χωρίς να το θέλει στην ατμόσφαιρα. Την τράβηξε με πόθο πάνω του και την φιλούσε μέχρι την επομένη παρά τις προσπάθειές της να προσπαθήσει να του μιλήσει. 

Βιάστηκα να σε αγαπήσωWhere stories live. Discover now