Όνειρα και εφιάλτες

216 9 4
                                    

Δέκα μέρες έχουν περάσει και η Έλλη κατά τη διάρκεια αυτών ζει σε ένα όνειρο. Εκείνη με τον Τομ κάνουν βόλτες στους παγωμένους δρόμους του Λονδίνου και αυτός την κρατάει τρυφερά από τη μέση, βγαίνουν όμορφα ρομαντικά ραντεβού, κάθονται αγκαλιασμένοι στον καναπέ βλέποντας σαχλαμάρες στη τηλεόραση, της κάνει έρωτα και εκείνη καταλήγει να κοιμάται στην αγκαλιά του. Είναι ευτυχισμένη εκεί, δεν θα ήθελε να ξυπνήσει ποτέ από αυτό το όνειρο.

Κάθε πρωί όμως ξυπνάει και επιστρέφει ξανά στον εφιάλτη της πραγματικότητας που ζει τις τελευταίες αυτές μέρες από τότε που ανακοίνωσε στον Βίκτορ ότι εκείνη και αυτός τελείωσαν και όταν το κινητό της χτύπησε από το μήνυμα του Τομ εκείνος απαίτησε να μάθει ποιος ήταν και όταν εκείνη αρνήθηκε να του δείξει αυτός την πλησίασε οργισμένος τη χαστούκισε, την έσπρωξε της πήρε το κινητό και όταν διάβασε το μήνυμα ο εφιάλτης της είχε μόλις ξεκινήσει.

*Flashback*

"Ποιόν κοροϊδεύεις μωρή πουτάνα" φωνάζει ο Βίκτορ με μίσος και πετάει μακριά το κινητό της. Εκείνη έχει μουδιάσει από το φόβο ενώ βρίσκεται ακόμα στον καναπέ στον οποίο την είχε σπρώξει. Την πλησιάζει και εκείνη πάει να ουρλιάξει αλλά της κλείνει το στόμα. Την πιάνει από τα μαλλιά και τη σέρνει κάτω από τον καναπέ μέχρι να φτάσει στο πάτωμα. Η Έλλη προσπαθεί να φωνάξει αλλά το χέρι του στο στόμα της απομονώνει τον ήχο. Καθώς την έσερνε για να την φέρει στο πάτωμα η μπλούζα της σηκώθηκε ελαφρά και εκείνος είδε τα σημάδια που της είχε χαρίσει ο Τομ στη κοιλιά πράγμα που τον εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο.

"Σου άφησε και σημάδια ο μαλάκας σου?" της φωνάζει "τώρα θα δεις τι σημάδια θα σου αφήσω εγώ" της λέει και η πρώτη κλοτσιά χτυπάει τη κοιλιά της μουδιάζοντας ολόκληρο το κορμί της από τον πόνο. Διπλώθηκε στα δυο και μέχρι να καταλάβει τι έγινε ένιωσε ένα ακόμη χτύπημα στη χαμηλά στο πλάτη. Ο αφόρητός πόνος την κατέκλεισε και ένιωσε να ζαλίζετε μέχρι που τον είδε να ψάχνει κάτι πάνω της. Το χέρι κρατούσε γερά το στόμα της και όσα και αν προσπαθούσε να αντισταθεί, να παλέψει, να φωνάξει ο πόνος που ένιωθε και η δύναμή του δεν την άφηναν. Εκείνος έψαξε ολόκληρο το σώμα της και όπου βρήκε σημάδια του Τομ της χάρισε καινούργια, αυτή τη φορά καθόλου απολαυστικά μόνο επίπονα μέχρι που εκείνη έκλεισε τα μάτια και λιποθύμησε από τον πόνο.

Μερικές ώρες αργότερα άνοιξε τα μάτια της και ένιωσε ότι δεν μπορεί να κουνηθεί. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει και σηκώνει απότομα το κεφάλι της κοιτάζοντας το ρολόι του τοίχου βλέπει ότι η ώρα ήταν δώδεκα παρά [Ο Τομ] σκέφτεται κατευθείαν και σηκώνεται από το πάτωμα που την είχε αφήσει ο Βίκτορ. Κουτσαίνει και καμπουριάζει καθώς προσπαθεί να περπατήσει προς την πόρτα αλλά πριν φτάσει ένα χέρι τη γραπώνει και της κλείνει το στόμα

Το Μυστικο Donde viven las historias. Descúbrelo ahora