Κεφάλαιο 19

145 20 20
                                    

Μάιος 16, 2020

Ο Άρης σηκώνεται από το κρεβάτι του νωχελικά, ζαλισμένος από τον ύπνο. Ανοίγοντας το κινητό του συνειδητοποιεί ότι έχει 17 αναπάντητες από άγνωστο νούμερο.

Ξαφνικά, αγχώνεται. Δεκαεπτά αναπάντητες, δεν είναι και λίγες, κάτι σοβαρό πρέπει να συνέβη... Ο ίδιος, κατευθύνεται γρήγορα προς το καθιστικό και καλεί το νούμερο που τον έπαιρνε, όμως δε λαμβάνει καμία απάντηση.

Σήμερα ήταν τα γενέθλιά της. Σαν σήμερα, συνέβη... Ο Άρης ανοίγει το ημερολόγιο με τις ημερομηνίες, όπου έχει πάντοτε σημειωμένη την ημέρα των γενεθλίων της, δηλαδή την σημερινή ημέρα. Συνήθως, αυτή την μέρα επισκέπτεται το πλησιέστερο ζαχαροπλαστείο και παίρνει από ένα μικρό γλυκάκι στις γεύσεις που εκείνη λάτρευε. Τοποθετεί ένα μόνο κεράκι και το αφήνει επάνω στο τραπέζι, μέχρι αυτό να σβήσει από μόνο του.

Ο Άρης εκπλήσσεται, όταν αντιλαμβάνεται πως αυτήν την φορά, δεν έχει σημειωμένη την ημερομηνία. Μα, πως είναι δυνατόν; Ο ίδιος ήτανε πεπεισμένος πως την είχε σημειώσει πριν από μερικούς μήνες, αυτό που δεν συνειδητοποίησε όμως, ήταν η διαφορά της χρονολογίας στο ημερολόγιο, το οποίο έγραφε: 5/16/20.

Βάζει βιαστικά το μπουφάν του και κατευθύνεται προς την έξοδο του σπιτιού του για να πάει στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς του για το καθιερωμένο του γλύκισμα, όμως κάτι στην σημερινή μέρα πάει εντελώς λάθος, όμως ο ίδιος δεν έχει καταλάβει ακόμη τι είναι... Ίσως να ευθύνεται και ο τσακωμός του με τον Διονύση γι'αυτό του το αίσθημα ανασφάλειας και μουνταμάρας.

Ακόμη και η μυρωδιά της πόλης του, είναι κάπως διαφορετική σήμερα. Σαν να έχει αλλάξει κάτι στην ατμόσφαιρα ξαφνικά.

Ο κόσμος πηγαινοέρχεται βιαστικά στην δουλειά του, όπως κάθε μέρα, ενώ εκείνος συνεχίζει να περπατά σταθερά και με αργό ρυθμό επάνω στο πεζοδρόμιο, με τα χέρια του χωμένα βαθιά μέσα στις τσέπες του μπουφάν του.

Το βλέμμα του είναι καρφωμένο κάτω και από τον ψυχαναγκασμό και τη βαρεμάρα του, μετράει ένα—ένα τα πλακάκια του πεζοδρομίου μέχρι να φτάσει στον προορισμό του...

Έχει βγάλει την μπλε κουκούλα του φούτερ του έξω από το μπουφάν του και την φοράει στο κεφάλι του, μιας που σήμερα ψιχαλίζει αρκετά. Στο μεταξύ, χτυπάει το τηλέφωνό του ξανά, Να δεις που ίσως είναι η Λήδα, η οποία τον καλεί, για να τον βοηθήσει τελικά...

Ίσως τον παίρνει από διαφορετικό νούμερο για να της απαντήσει, μιας που ξέρει το ποσό θυμωμένος είναι μαζί της...

Ο Άρης αποφασίζει να το σηκώσει: «Παρακαλώ;»
«Άρη...;»

« Κάποιος μου κάνει πλάκα... Κάποιος με κοροϊδεύει... Κάποιος παίζει σίγουρα μαζί μου...» αυτές είναι οι πρώτες σκέψεις που τον περιτριγυρίζουν. Ο ίδιος ξαφνικά κοκκαλώνει και σταματάει να περπατάει. Κρατάει με δύναμη το τηλέφωνο. Τα χέρια του έχουν ιδρώσει και είναι έτοιμος να λιποθυμήσει. Ένα μυρμήγκιασμα κατακλύζει το κορμί του στο άκουσμα της φωνή της και μια έντονη σκοτοδίνη, συναισθήματα τα οποία είχε χρόνια να νιώσει, τον καταβάλουν και πάλι...

«Άρη...» Επαναλαμβάνει εκείνη.
«Λήδα κόψε την πλάκα.»
«Τι...;»
«Αυτό που κάνεις δεν είναι καθόλου αστείο...»

Επικρατεί μία παύση από τη μεριά της... Ο Άρης παίρνει μία βαθιά ανάσα ανακούφισης και προτού πάει να της το κλείσει, εκείνη του απαντάει:

«Ποια είναι η Λήδα, Άρη...»

Χαμένη στον Χρόνο Donde viven las historias. Descúbrelo ahora