Κεφάλαιο 29

129 15 0
                                    

«Διονύση;!» Ακούγεται μια φωνή από μακριά. «Περίμενε!» Εκείνος γυρίζει και καθώς βλέπει τον Άρη να τον ακολουθεί, επιταχύνει το περπάτημά του... « Διονύση, περίμενε ρε φίλε! Θέλω να σου μιλήσω!»

Τι στο καλό θέλει από την ζωή του; Τι άλλο περιμένει να κάνει για εκείνον τελοσπάντων... (;) Δεν του φτάνουν τα όσα ήδη έκανε... (;)

Η ημέρα είναι Τετάρτη, 18 Μαΐου και ο Άρης βρίσκεται ακόμη εδώ, όμως ο ίδιος δείχνει να μην το απολαμβάνει καθόλου.

«Τι θέλεις ρε φίλε;»
«Περίμενε ρε μαλάκα!» του φωνάζει καθώς τον τραβάει από το μπράτσο. «Τελείωσε με την Κυβέλη. Αυτό δεν ήθελες;»
«Γιατί το έκανες αυτό;»
«Με δουλεύεις τώρα; Γι' αυτό δεν έγιναν όλα; Ε, λοιπόν τέλος, φινίτο, πως το λένε;» τον ρωτάει και αποτραβιέται από πάνω του.
«Δεν χρειαζόταν να της φερθείς έτσι.» «Καλύτερα να με μισεί, παρά να περιμένει από εμένα εξηγήσεις που δεν μπορώ να της δώσω.»
«...»

«Σε ξέρω μια ζωή, δεν πρόκειται να χαλούσα την φιλία μας για καμία γκόμενα, αλλά η συμπεριφορά σου, ήταν άδικη απέναντι μου. Θα μπορούσες απλά να μου μιλήσεις αντρίκια.»
«Είσαι αληθινός φίλος... και δεν αμφέβαλα ποτέ για αυτό...» του αποκρίνεται, καθώς πάει να του κάνει μια αδελφική αγκαλιά, όμως ο Διονύσης αποτραβιέται και πάλι.

«Περίμενε... Αυτό δε σημάνει ότι είμαστε και πάλι φίλοι. Η σκατένια συμπεριφορά σου τα κατέστρεψε όλα, ακόμη έχω τα σημάδια στο πρόσωπό μου, θα μπορούσα κάλλιστα να είχα αντιδράσει και εγώ, ξέρεις.»
«Έχεις δίκιο...» παραδέχεται ο Άρης.
«Πάλι καλά. Τελοσπάντων, κάντε ότι θέλετε μεταξύ σας,» του λέει καθώς απομακρύνεται από κοντά του.

Όλοι φεύγουν. Μα, τι πάει λάθος σε αυτή την ιστορία; Ίσως πρέπει να κοιτάξει και εκείνος πια την ζωή του, να δει τι θα κάνει από εδώ και πέρα, στο κάτω—κάτω, ποιος του εγγυάται ότι κατάφερε να αλλάξει την μοίρα της (;) Δεν είναι Θεός. Έχουν περάσει σχεδόν τρεις ημέρες και εκείνος, είναι κάπως ανακουφισμένος με το γεγονός ότι αυτή είναι καλά, αν και πληγωμένη... αλλά ως ποτέ...; Ίσως πρέπει να βρει έναν τρόπο να γυρίσει πίσω, ή απλώς βρίσκεται εδώ με σκοπό του να μην γνωριστούν ποτέ, αλλάζοντας έτσι, πιθανότατα το πεπρωμένο (;) αν και γι' αυτό είναι ήδη αργά, μα όλα αυτά είναι απλά ικεσίες... Ο ίδιος νιώθει μπερδεμένος, μόνο η Λήδα θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτή τη στιγμή...

«Άρη;»
«Κυβέλη, τι κανείς εσύ εδώ...;»
«Σε ακολούθησα... Μίλησες μαζί του...;»
«Ναι, αλλά όχι γι' αυτό που φαντάζεσαι.»
«Δηλαδή, τι νομίζεις ότι φαντάζομαι;»
«Θέλω να πω, ότι δεν μιλήσαμε για εσένα.»
«Προς στιγμή θα ορκιζόμουνα ότι αυτό κάνατε... τελοσπάντων, δεν βρίσκομαι εδώ για αυτό...»
«Αλλά, γιατί;»
«Είχα την παράξενη επιθυμία να σου μιλήσω... Κοίταξε, Άρη... Με τον Διονύση ότι έγινε—έγινε, μου την έσπασε, δεν λέω, αλλά ήθελα να ξέρεις ότι...»
«Ότι;»
«Ότι πάντα μου άρεζες. Ίσως να μην είναι η κατάλληλη στιγμή που το λέω, αλλά... Σήμερα το ένιωσα και πάλι...»
«Νομίζω ότι τα λες όλα αυτά επειδή σε έχει πικάρει ο Διονύσης. Μην ανησυχείς, θα του μιλήσω εγώ και σου υπόσχομαι ότι σύντομα, όλα θα γίνουν όπως πριν.»
«Καμία σχέση. Βασικά, ήσουν η αφορμή για να τον γνωρίσω... ξέρεις, σε είχα παρατηρήσει από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο νησί και, η ιστορία μου με τον Διονύση δεν είχε μέλλον, ούτως ή άλλως... Εκείνος ήξερε τα αισθήματα μου για εσένα, όμως έδειξε να μην τον πειράζει και ήταν πρόθυμος να προσπαθήσει...»
«Ξέρεις ότι όλο αυτό με φέρνει σε κάπως δύσκολη θέση, έτσι; Ο Διονυσάκης είναι φίλος μου.»
«Δεν είναι ανάγκη να μου απαντήσεις, ούτε περιμένω κάτι από εσένα, απλά... ήθελα να ξέρεις...»

Πως θα μπορούσε να την απορρίψει; Κατά βάθος, αυτό ήταν που ήθελε και ο ίδιος να ακούσει. Δεν χάνει την ευκαιρία και πριν προλάβει να φύγει, την τραβάει από το χέρι βάζοντας την στην αγκαλιά του. Οι δυο τους έμειναν έτσι για μερικά ακόμη λεπτά. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι θα σπάσει σε χίλια κομμάτια· Όλο αυτό έμοιαζε πέρα για πέρα αληθινό. Η μυρωδιά της, το απαλό άγγιγμά της και το πως, για μια στιγμή, ήταν σίγουρος πλέον ότι ίσως και αυτό να ήταν το πεπρωμένο, να είναι μαζί του, τον έκανε να αφεθεί, ώσπου δεν άργησε να πέσει και το πρώτο φιλί.

Είναι σχεδόν απόγευμα και ο Άρης ετοιμάζεται για την σχολή του. Είναι τόσο χαρούμενος για αυτό που προηγήθηκε το προηγούμενο βράδυ, που δεν τον νοιάζει καθόλου ότι ο ίδιος φαίνεται να έχει κολλήσει στο παρελθόν. Ποσώς που τον ενδιαφέρει για το ότι πρέπει να ξαναπάει στην σχολή, ίσα—ίσα που το χαίρεται κι όλας.

« Είμαι αποφασισμένος να μείνω εδώ!»
...« Ακόμη κι αν πρόκειται να ξανά ζήσεις την απώλεια...;» « Λήδα...;»

Μπερδεμένες σκέψεις και μη υπαρκτές, υποθετικές συζητήσεις στροβιλίζονται στο κεφάλι του, καθώς αντικρίζει το είδωλό του στον καθρέφτη του μπάνιου... Είναι σχεδόν βέβαιος, ότι η Λήδα προσπαθεί με κάποιον τρόπο να επικοινωνήσει και πάλι μαζί του.

Η ένταση της τηλεόρασης είναι ανεβασμένη στη διαπασόν, καθώς η μητέρα του Άρη παρακολουθεί για ακόμη μια φορά με αφοσίωση τις ειδήσεις, καθώς σιδερώνει.

«Χαμήλωσέ το! Δεν ακούς; παραπονιέται ο πατέρας του από το χωλ. Μία νέα εξαφάνιση λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα. Πρόκειται για μία νεαρή, που κατά σύμπτωση βρίσκεται στην Κρήτη. Το όνομά της Κυβέλη... Είναι μόνο δεκαεπτά ετών. Βρέθηκε τα ξημερώματα δολοφονημένη.
«Εσύ, την ήξερες;» του αποκρίνεται η μητέρα του...
Ο Άρης για ακόμη μία φορά χάνει την γη κάτω από τα πόδια του. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό... Δεν μπορεί να είναι αλήθεια... Χωρίς να πει κουβέντα, εξαφανίζεται από το σπίτι του κοπανώντας δυνατά την πόρτα και με ταχύτητα φωτός καταλήγει έξω από το σπίτι του Διονύση.

« Τι της έκανες;!» αρχίζει να του φωνάζει καθώς τρέχει με φόρα προς το μέρος του, με σκοπό του να χειροδικήσει επάνω του για ακόμη μια φορά...

Χαμένη στον Χρόνο Donde viven las historias. Descúbrelo ahora