Κεφάλαιο 4

312 23 27
                                    

Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος.
— Επίκουρος, 341-270 π.Χ.

Οι δυο τους βρίσκονται κατά μεσής της διασταύρωσης να τσακώνονται. Με δυσκολία μπορεί κανείς να διακρίνει τι υπάρχει γύρω. Τα ελάχιστα φώτα, φωτίζουν ίσα—ίσα επάνω στην άσφαλτο και τίποτε άλλο πέρα από αυτήν. Ο χαμηλός, πορτοκαλοκόκκινος φωτισμός που εξέρχεται από τις μισοκαμένες λάμπες, φτάνει ως τις χτυπημένες προστατευτικές μπάρες, οι οποίες βρίσκονται δεξιά—αριστερά του δρόμου, μέχρι το σημείο που ξεκινάει η βλάστηση, δηλαδή, τα δέντρα και τα άκοπα αγριόχορτα που βρίσκονται τριγύρω.

«Άρη, άσε με! Με πονάς...»

Ούτε κατάλαβε για ποτέ την γράπωσε. Ποτέ του δεν είχε σηκώσει χέρι επάνω της. Πάντοτε της φερόταν σαν να ήταν ένα εύθραυστο λουλούδι, έτοιμο να σπάσει από το κλωνάρι του, δεν έχει ιδέα τι τον έπιασε και την έσφιξε από το μπράτσο με τόση δύναμη, μα παρόλα αυτά, δε το έκανε με σκοπό του να την πονέσει... Ούτε καν για να την ταρακουνήσει, αλλά για να την αποτρέψει από το να φύγει.

«Συγνώμη, δεν ήθελα να σε πονέσω.»
«Αυτήν την φορά το παράκανες! Φεύγω!»
«Περίμενε...!»

Μα πως ήταν δυνατόν να την αφήσει να φύγει από τη μέση του πουθενά; Θα ήταν ανόητος... Στο μεταξύ, εκείνη δείχνει αποφασισμένη και αρχίζει να περπατά προς το άγνωστο, μέσα στο χάραμα...

«Κυβέλη, κόψε τις μαλακίες και μπες στο αμάξι να φύγουμε!»
«Παράτα με!»
«Μην είσαι πεισματάρα γαμώτο, το ξέρεις ότι δεν ήθελα να σε πονέσω!»

Η νύχτα είναι μεγάλη. Σαν να μην θέλει με τίποτα να ξημερώσει. Πιθανότατα, τα παιδιά να έχουν φτάσει κι όλας στο μπαρ, αφού τους βομβαρδίζουν με μηνύματα και τηλέφωνα, αλλά κανένας από τους δύο δεν απαντάει.

«Κυβέλη...»
«Άρη, φύγε!»

Ένας θεός ξέρει τι έχει μέσα στο μυαλό της. Το μόνο που θέλει αυτήν την στιγμή, είναι να φύγει από κοντά του το συντομότερο δυνατόν, αλλά δεν λογαριάζει πως από εγωισμό και μόνο, θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο.

Η Κυβέλη, ζαλισμένη από το ποτό και εμφανώς ταραγμένη από τον καυγά τους, δείχνει σαν να μην αισθάνεται πουθενά ασφαλής. Όμως, ο Άρης κατά βάθος δεν είναι δα και κανένας τραμπούκος κι εκείνη, αυτό το ξέρει καλύτερα από τον καθένα, όμως σήμερα ξέφυγε τελείως το πράγμα... Η κατάσταση μεταξύ τους βγήκε εκτός ορίων και η ζήλεια του, μπορεί να είναι υποφερτή ώρες—ώρες, αλλά μέχρι έναν βαθμό. Όμως αυτό... Αυτό πάει πολύ...

«Κυβέλη... Άν δεν μπεις αμέσως στο αμάξι, θα φύγω!» την προειδοποιεί εκείνος για να την φοβερίσει.

Αυτή περπατά αποφασιστικά, χωρίς όμως να πτοείται από τα λόγια του, βυθισμένη στις σκέψεις της και προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει το τι έχει συμβεί μεταξύ τους, καθώς εκείνος εξακολουθεί να την ακολουθεί σημειωτόν με το αμάξι του...

«Σε παρακαλώ...»
«Στο καλό.»

Η ίδια είναι τόσο εκνευρισμένη μαζί του, που δεν πρόκειται να μπει ξανά στο αυτοκίνητο του, από πείσμα και μόνο, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα. Έτσι, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, αποφασίζει να αλλάξει πορεία περνώντας απέναντι, στην αντίθετη λουρίδα του δρόμου, ούτως ώστε εκείνος να μη μπορεί να βαδίζει πλέον δίπλα της.

«Σοβαρά τώρα;»
«...»
«Ποιος κάνει σαν παιδί τώρα...;!» της αποκρίνεται φωναχτά, καθώς εκείνη, αγνοώντας τον επιδεικτικά, περνάει τον δρόμο.

Ξαφνικά, ένα αμάξι με ιλιγγιώδη ταχύτητα πλησιάζει ολοένα και περισσότερο προς το μέρος της...

«Κυβέλη, πρόσεχε!»
«...»
«Κυβέλη...!»

Χαμένη στον Χρόνο Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin