Κεφάλαιο 27

131 15 0
                                    

Μάιος 16, 2015

Για ακόμη μία φορά, είναι τα γενέθλια της Κυβέλη. Ο Άρης έχει αποκοιμηθεί στην φλοράλ—κιτς πολυθρόνα του σαλονιού, μόνο που αυτήν την φορά, βρίσκεται στο πατρικό του. Έχει ακουμπισμένο τον αγκώνα του στο μπράτσο της πολυθρόνας, ενώ στην τηλεόραση παίζει μία εκπομπή αφιερωμένη στην εξαφάνιση της Σύνθια. Η μητέρα του μαγειρεύει γεμιστά, ενώ ο πατέρας του ψήνει κάστανα στο τζάκι. Η ώρα είναι δυόμιση μετάμεσημβρίας και η μυρωδιά από τα κάστανα του τρυπάει ξαφνικά τη μύτη.
«Καλημέρα υπναρά!» ακούγεται να του λέει ο πατέρας του σαρκαστικά.
«Μπαμπά...; Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» του αποκρίνεται μπερδεμένος ο Άρης.
«Τι εννοείς;» του λέει ο πατέρας του και πριν προλάβει να του απαντήσει, διακόπτεται η ροή της συζήτησης.

«Σσσς! Θέλω να ακούσω τι λένε!» τους κάνει παρατήρηση η μητέρα του από την κουζίνα. Η ίδια ανακατεύει το λάδι στην σαλάτα, αφήνει την κουτάλα και γραπώνει με τα λαδωμένα της χέρια το τηλεκοντρόλ, για να ανοίξει την ένταση της τηλεόρασης...

«Κακόμοιρο κορίτσι... Ποιος ξέρει σε ποιο χαντάκι θα το βρούνε... Στεναχωριέμαι για τους γονείς της...» σχολιάζει δυνατά ο πατέρας του, καθώς γυρνάει και πάλι την πλάτη του συνεχίζοντας το ψήσιμο.

Ο Άρης μένει για λίγο σαστισμένος, σαν να ακούει τα νέα για πρώτη φορά.

«Είδες τι γίνεται στον κόσμο;» του αποκρίνεται η μητέρα του καθώς βγάζει το ταψί με τα γεμιστά στον πάγκο της κουζίνας. «Ελάτε να φάμε. Σερβίρω!»

«Τι μέρα είναι;» την διακόπτει ο Άρης...
«Δευτέρα.»
«Όχι, εννοώ τι ημερομηνία έχουμε;!»
«Δεκαέξι.»
«Σκατά! Είναι τα γενέθλια της Κυβέλη! Πρέπει να φύγω!»
«Ποιανής;»

Ο Άρης σηκώνεται απότομα από τον καναπέ και τρέχει στην κουζίνα, αρπάζει το πιρούνι και τσιμπάει μια
ντομάτα από την σαλάτα και δίνει ένα αστραπιαίο φιλί στη μητέρα του... «Τα λέμε μετά!»

«Που πας παιδάκι μου μεσημεριάτικα; Έχεις διάβασμα!»
«...»
«Τουλάχιστον κάτσε να φας...»
Ακούγεται να του φωνάζει η μητέρα του καθώς αυτός κλείνει βιαστικά την πόρτα πίσω του...

«Έχεις διάβασμα...; Μα καλά... Τι εννοούσε...;» Χωρίς να το καταλάβει, ο Άρης βρίσκεται ήδη έξω από το πατρικό της Κυβέλη, η οποία στέκεται όρθια στην είσοδο. Γεμάτος ενθουσιασμό που επιτέλους την ξαναβλέπει, ο Άρης πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, κρατώντας ένα μπουκέτο με δεκαεννέα πανέμορφα, κατάλευκα τριαντάφυλλα. Συμβολικό χρώμα, αφού συμβολίζουν την αγνότητα. Καθώς ο Άρης πλησιάζει όλο και περισσότερο, ένα επίσης λευκό, οικογενειακό αυτοκίνητο, —σαν καραβάν, σταματάει ακριβώς έξω από το σπίτι της... Είναι ο Διονύσης... « Μα τι θέλει αυτός εδώ...;» αναρωτιέται από μέσα του και πριν προλάβει να ολοκληρώσει καλά—καλά την σκέψη του, η Κυβέλη τρέχει και με ενθουσιασμό ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού, χαρίζοντας του ένα καυτό φιλί. « Αδύνατον...!» Λέει και ξαναλέει στον εαυτό του δυνατά, μη ξέρωντας
πως να αντιδράσει. Λίγες ώρες αργότερα, ο Άρης αποφασίζει να στήσει καραούλι έξω από το σπίτι του Διονύση. Ο ίδιος πηγαίνει πέρα—δώθε από τα νεύρα του, περιμένοντας εξηγήσεις από τον φίλο του. Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, τελικά ο Διονύσης καταφθάνει και πριν προλάβει να βάλει το κλειδί του στην εξώπορτα, ο Άρης του σκάει μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να τον ξαπλώσει κάτω, πέφτοντας ολόκληρος και ο ίδιος, επάνω του.

Χαμένη στον Χρόνο Donde viven las historias. Descúbrelo ahora