Κεφάλαιο 31

121 15 0
                                    

Οι δυο τους βρίσκονται στο αμάξι με προορισμό προς το διαμέρισμα του Άρη...

«Πως ήξερες ότι με έχουν μπουζουριάσει;»
«Δεν το ήξερα. Τυχαία είδα τους καραμπινιέρι έξω από το σπίτι σου και το υπέθεσα...»
«Δεν θα έπρεπε να έχεις φύγει...;»
«Θα έπρεπε, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω.»
«Η Άννα...;»
«Την Άννα, την πήγα στο αεροδρόμιο, έπρεπε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα για την κηδεία.»
«...»
«Φίλε, ξέρω ότι τελευταία δεν τα πηγαίνουμε και πολύ καλά μεταξύ μας, αλλά γνωριζόμαστε μια ζωή... Σε έχω σαν αδερφό μου... Τι θα έλεγες να το συζητήσουμε;»

Ο Διονύσης παρκάρει το αμάξι του έξω από το σπίτι του Άρη. Οι δυο τους βγαίνουν από το αυτοκίνητο και ανεβαίνουν βουβά επάνω. Ο Άρης, πάει προς την κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο και βάζει ένα παγωμένο νερό στο ποτήρι του, ενώ συνάμα βγάζει από το συρτάρι κάτι χάπια...
«Τα έχεις ανάγκη αυτά;»
«Απόλυτα.» του αποκρίνεται καθώς καταπίνει.

«Θέλεις να μιλήσουμε, ή δεν είσαι ακόμη σε φάση;»
«Η αλήθεια είναι, ότι έχουμε πολλά να πούμε...»
«Ξεκίνα εσύ, λοιπόν,» του λέει ο Διονύσης και στρογγυλοκάθεται με σταυροπόδι, στον δερμάτινο καναπέ.
«Τι ισχυριστήκατε στην κατάθεσή σας;»
«Δεν καταλαβαίνω...» Σοβαρεύει ο Διονύσης.

«Γιατί δεν αναφέρατε τίποτα για τον τύπο στο μπαρ; Για την Λήδα...και, γιατί τέτοια βιασύνη να φύγετε από την Ιταλία...;»
«Ώπα φίλε, στάκα! Ένα—ένα. Αρχικά, δεν καταλαβαίνω το ύφος σου. Είπαμε θα μιλήσουμε σαν άνθρωποι, αλλά αν είναι να τσακωθούμε πάλι, για το ποιος φταίει, χεσ' το. Στην τελική, μου χρωστάς! Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έβγαλα.»
«Ωραία, λοιπόν... Ας μιλήσουμε σαν άνθρωποι,» του αποκρίνεται και πάλι ο Άρης. Βρίσκει μια καρέκλα από την κουζίνα, την τοποθετεί ανάποδα και κάθεται ακριβώς μπροστά του.

«Αρχικά, θέλαμε να φύγουμε επειδή η Άννα θα έπρεπε να σταθεί στην οικογένεια της Σύνθια· το θυμάσαι ότι ήταν φίλες, ή σου διαφεύγει και αυτό;»
«Και, εσύ
«Και εγώ, τι...; Θα ήμουν εντελώς μαλάκας να την αφήσω να το περάσει μόνη της, πράγμα το οποίο τελικά και έκανα, εξαιτίας σου... Μην ξεχνάς ότι με την Άννα είμαστε μαζί.»

«Εντάξει, ίσως να έχεις και δίκιο... Γιατί δεν αναφέρατε όμως τίποτα για τον τύπο από το μπαρ;»
«Λάθος μου... Μετά το σκέφτηκα. Αλλά μην ξεχνάς, ότι τον τύπο από το μπαρ τον είδες μόνο εσύ.»
«Τι λες;»
«Τι λέω; Ρε φίλε, δεν τα θυμάσαι καλά μου φαίνεται... Ή είσαι ακόμη μαστουρωμένος από αυτά που παίρνεις;!»
«Αδύνατον. Το θυμάμαι σαν χθες! Επίσης, μπορείς να ρωτήσεις και την Λήδα, αν δεν με πιστεύεις...»
«Άντε πάλι αυτή η ρημάδα η Λήδα! Που Λήδα ακούμε, και Λήδα δεν βλέπουμε!»
«...»
«Ρε μαλάκα, σύνελθε! Έχω αρχίσει να πιστεύω, πως αυτήν την τύπισσα την βλέπεις μόνο εσύ και κανένας άλλος!»
«Τι είναι αυτά που λες...;»
«Ε, μα! Τόσο καιρό κάνω τουμπεκί –κι όχι τίποτα... Αλλά έχω πει και στην φουκαριάρα την Άννα να μην σου πει κάτι και τσιτώσεις πάλι, γιατί, είτε το πιστεύεις είτε όχι, καταλαβαίνω την κατάσταση σου...
«...»
«Σου έχει στοιχίσει πολύ ο θάνατος της γυναίκας σου, αλλά πρέπει επιτέλους να αποδεχτείς ότι χρειάζεσαι βοήθεια άμεσα, γιατί στο τέλος θα τρελαθείς! Άν δεν έχεις τρελαθεί ήδη δηλαδή...»

Μα, τι προσπαθεί να κάνει επιτέλους... Για λίγα λεπτά, ο Άρης μένει να τον κοιτάζει με επιμονή. Δεν μπορεί να τα εννοεί όλα αυτά, όμως οφείλει να παραδεχτεί και ο ίδιος, ότι ο Διονύσης κάπου λέει αλήθεια και πως, εν μέρει, ίσως έχουν μία βάση όλα αυτά για τα οποία τον κατηγορεί, αλλά όχι να τον βγάζει και τρελό μπροστά στα μούτρα του... Αυτό, πάει πολύ... και αυτή η ιστορία με την Λήδα... Πως είναι δυνατόν να τον λέει φαντασιόπληκτο μπροστά του...

« Αρχίζω να πιστεύω, πως ο Διονύσης εμπλέκεται στην εξαφάνιση της Σύνθια...» σκέφτεται. «Ή το ποτό με έχει σαλέψει εντελώς και η Λήδα δεν ήταν μαζί μας εκείνη την νύχτα, –αν και θα ορκιζόμουν για το αντίθετο... Ή που με δουλεύει ψηλό γαζί, επειδή έχει χεσμένη την φωλιά του... Και αυτός, και αυτή η κρυφομουσίτσα, η Άννα... Αλλά να έχει κάνει, φόνο; Όχι... Με τίποτα. Και με τι κίνητρο; Όχι. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, ο Διονύσης...»

«Δεν ήταν μαζί μας η Λήδα;»
«Όχι λέμε ντε! Νομίζω ότι παρεξηγήθηκε, γιατί άργησες να της τηλεφωνήσεις. Κάτι τέτοιο.»
«Περίεργο... Ήμουν απόλυτα βεβαίως ότι ήταν μαζί μας στο κλαμπ.»
«Ρε φίλε, όχι. Άν και αν κρίνω από όσα μου έχεις πει, αυτή η μάγισσα πρέπει να σε γουστάρει πολύ.»

Ο Άρης δείχνει σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει τα λόγια του Διονύση, ο οποίος είναι κατηγορηματικός, αλλά ταυτόχρονα, πολύ πιστευτός. Να ήταν τόσο πιωμένος δηλαδή, που νόμιζε ότι την είδε και ότι μιλήσανε κιόλας... (;) Αυτό ξεπερνά κάθε σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αν και από ότι φαίνεται... Όλη η ζωή του τελευταία μοιάζει με σκηνή από την πιο τρελή ταινία. Και ειδικά τώρα, που ο φίλος του τον θεωρεί έναν τρελό πότη... Τώρα είναι που δεν μπορεί να του πει με τίποτα για το ταξίδι του στο χωροχρόνο... η οτιδήποτε είναι τελοσπάντων αυτό.

«Δεν ξέρω τι να πω... Ειλικρινά.»
«Εγώ σου λέω, ότι η τύπισσα σε γουστάρει λέμε! Και γι' αυτό μάλιστα δεν ήρθε εκείνη την νύχτα.»
«Γιατί το πιστεύεις αυτό;»
«Ε, δεν καταλαβαίνεις ρε φίλε... Εσύ ο ίδιος μου είπες ότι της έχεις μιλήσει μέσα σε άκρες, ξέρεις, για την Σύνθια...»
«Ναι, αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα. Στο κάτω—κάτω, η Λήδα δεν είναι καν στρέιτ.»
«Άλλο πάλι και τούτο. Αυτό κι αν είναι νέο!»
«Νόμιζα ότι σου το είχα πει...»
«Όχι, ποτέ... Μα καλά, πως το κατάλαβες;»
«Μου το είπε η ίδια.»
«Πότε...;»

«Έλα ντε, πότε...; Την ημέρα που υποτίθεται ότι δεν ήταν σε εκείνο το μπαρ...;» Είναι τρελό. Πράγματι, δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Πως είναι δυνατόν να είναι τόσο σίγουρος ότι ήταν εκεί...

«Σήκω!» αναφωνεί ο Άρης, καθώς σηκώνεται από την καρέκλα.
«Τι έγινε;!»
«Σήκω, πάμε γρήγορα!»
«Που;»
«Πάμε μαζί, να βρούμε την Λήδα.»

Χαμένη στον Χρόνο Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang