Ξαφνικά κάποιος με γυρνά προς το μέρος του..........
????: Μωρε μάνα μου!
Πέσιμο 20ου αιώνα παιδιά!
????: Τι μανάρι είσαι συ , Χριστέ μου!
Τι άλλο θα ακουσω?
???????: Ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου?
Όχι υδραυλικός! Που να ξέρω?
?????: Κοπελιά χάθηκες?
Άρια: Όχι.
?????: Μου φαίνεσαι κάπως.
Άρια: Εύγε μου. Εννοώ μια χαρά είμαι.
?????: Αν θες μπορώ να σε πετάξω... ξέρεις... μέχρι το σπίτι σου?
Να σε πετάξω εγώ μέχρι την χωματερή με την βρώμα που εκπέμπεις στα ρουθούνια μου???
Άρια : Δεν χρειάζεται. Μπορώ και μόνη.
??????: Θες στο δικό μου?
Άρια: Τι?
?????: Να σε πετάξω?
Άρια: Προτιμώ να πάω σπίτι μου. Μόνη.
?????: Εσύ χάνεις.
Προχωρώ μπροστά αλλά δεν λέει να μην βαδίζει πίσω μου. Ερχόταν όλο και πιο κοντά.
Δεν τον γνώριζα και ούτε μπορώ να καταλάβω ποιος είναι. Φορούσε μια μαύρη κουκούλα , το πρόσωπο του ίσα ίσα που φαινόταν. Η λάμπα δεν πρόδιδε κανένα χαρακτηριστικό του προσώπου του. Η φωνή του αγνώριστη αλλά με κάποιο τρόπο μου φαινόταν γνωστή.Είναι ένας ανώμαλος με ορέξεις , σκέφτηκα.
Με σπρώχνει τότε σε ένα σοκάκι κολλώντας με στον τοίχο. Η τσάντα με τα πατατάκια πέφτει κάτω. Ο ανώμαλος με πλησιάζει επικίνδυνα. Εγώ κρατώ αντίσταση και προσπαθώ να αμυνθώ.
Άρια : Άσε με αμέσως!
????: Με το που σε είδα , δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου.
Άρια: Εγώ από τη άλλη προσπαθούσα να φύγω μακριά από την βρώμα σου
????: Φωτιά και λαύρα είσαι μάνα μου!!
Άρια: Ο καθένας με τον πόνο του! Άσε με ήσυχη!
????: Θα σε αφήσω μάτια μου αλλά πρώτα εμείς οι δύο θα απολαύσουμε την στιγμή.
Άρια: Τι στιγμή και κουραφεξαλα! Άσε με παλιομαλακα! Αχ!
Κολλούσε διαρκώς πάνω μου σαν βδέλλα. Με ακουμπούσε σε όλο μου το κορμί. Τα χέρια του ήταν σαν βεντούζες που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν πάνω από τα μέρη του σώματος μου.
Εγώ ούρλιαζα , έκλαιγα αλλά ήταν μάταιο διότι κανείς δεν με άκουγε. Ήμουν μόνη , αβοήθητη , χωρίς κανέναν.