Τις σκέψεις μου τις διέκοψε ένα χτύπημα στηn πόρτα. Ο Μάθιου γύρισε απότομα και πήγε να ανοίξει. Στο κατώφλι στεκόταν ένας κύριος κρατώντας μια τσάντα φάκελο. Ήταν καλοντυμένος μα και πολύ σοβαρός, όπως και το βλέμμα που έριξε στον καθένα μας. Δεν ήξερα τι γινόταν αλλά η επίσκεψη αυτή σίγουρα δεν έμοιαζε να πνέει ευοίωνο αέρα. Αφού προσκλήθηκε να περάσει βάδισε με σιγουριά πλησιάζοντας στο μέρος μου για να καθήσει τελικά στον καναπέ που βρισκόταν δεξιά μου. Σε λίγα λεπτά μπήκε και ο Ντειβ. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και στάθηκε μπροστά της, λες και ο σκοπός της ζωής του ήταν να μας βλέπει όλους πολύ καλά. Εγώ παρέμενα ασάλευτη στη θέση μου, μέχρι τη στιγμή που ο Μάθιου παίρνοντας μια καρέκλα την τοποθέτησε ανάποδα βολεύοντας τον εαυτό του πάνω της. Το χειρότερο ήταν ότι η απόσταση που επέλεξε να το κάνει ήταν μια σπιθαμή μακριά μου.
«Αυτός είναι ο Στηβ. Ο Δικηγόρος μου. Ήρθε η ώρα να μιλήσεις» μου είπε κοιτώντας με με μάτια που θα ορκιζόμουν πως δεν φύλαγαν ψυχή μέσα τους.
«Την αλήθεια! Και πρόσεξε γιατί αν μου κρύψεις το παραμικρό θα πάψω να είμαι κύριος» απαίτησε συνοδεύοντας το αίτημά του με μια απειλή που πάγωσε το αίμα μου αυτοστιγμεί. Η απελπισία φώλιασε στα σωθικά μου προκαλώντας με να φωνάξω, μα τα χείλη μου έτρεμαν τόσο κάνοντας αδύνατο και τον παραμικρό ψίθυρο. Είχαν περάσει 4 ολόκληρα χρόνια και εκείνος ακόμα ήθελε να μάθει; αναρωτιόμουν. Γιατί; απορούσα. Τότε άξαφνα άκουσα τον εαυτό μου να επιλέγει την ομολογία που ο φόβος είχε με δόλιο τρόπο αποσπάσει...
«Όταν σε πρωτο είδα σε ερωτεύτηκα αμέσως. Δεν έλεγα ούτε στον εαυτό μου πόσο τυχερή ήμουν... απο φόβο μη χαλάσει πιστεύοντας αυτό που λένε όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν...»είπα μα εκείνος απότομα έτεινε το χέρι του στο μέρος μου με καθαρή πρόθεση να με διακόψει.
«Άσε το μελό και δεν υπάρχει ελπίδα να με ρίξεις» δήλωσε αυστηρά και τα λόγια του τσαλάκωσαν για μια στιγμή το θάρρος μου.
«Την αλήθεια ζήτησες. Όλη την αλήθεια. Θα πρέπει να είσαι έτοιμος να την ακούσεις απο την αρχή και όχι απο το σημείο που θες. Είσαι;» κατάφερα να ανταποκριθώ με σθένος και το βλέμμα μου μαγνίτησε ο Ντέιβ. Διέκρινα με δυσκολία ένα ελαφρύ χαμόγελο να στολίζει διακριτικά το πρόσωπό του. Ίσως σε αυτό το δωμάτιο να είχα έναν σιωπηλό σύμμαχο.
«...οι μέρες που πέρασα μαζί σου ήταν απο τις καλύτερες της ζωής μου» συνέχισα την εξομολόγηση που άρχισε να αναδεύει τις μνήμες μου. Εικόνες περνούσαν απο το μυαλό και η καρδιά μου φουρτούνιαζε δυσκολεύοντας ακόμα και την ανάσα μου.
BẠN ĐANG ĐỌC
ΤΟ ΛΑΘΟΣ {GW15}
Lãng mạnΗΤΑΝ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΑΛΛΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ...ΓΙΑΤΙ? 4 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΝ ΨΑΧΝΕΙ, 4 ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ... ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ Η ΜΟΙΡΑ ΘΑ ΤΗ ΦΕΡΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ. Ο ΘΥΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΟΛΙΣ ΜΑΘΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ... Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΟΜ...