«Δανάη μίλησα!»
«Και εγώ απάντησα αλλά για να επιμένεις, φαίνεται ότι κανείς τελικά δεν να με ακούει σε αυτό το σπίτι, μητέρα!» απάντησε δεικτικά αρπάζοντας την τσάντα της και γύρισε προς το μέρος της ώστε να την αντιμετωπίσει συνηθισμένη μιας και κάθε πρωί τα ίδια είχαν.
Για δέκα δεύτερα στάθηκαν η μία απέναντι από την άλλη μέχρι πρώτη η Δανάη να κυρτώσει τα χείλη της σε μια υποψία χαμόγελου. Πόσο να κρατηθεί να την κοιτάζει δήθεν αυστηρά; Ήταν η μητέρα της και ότι έκανε ήταν για το καλό της. Όπως τώρα που προσπαθούσε να την πείσει να πάρει μαζί της την τσάντα με το φαγητό που της είχε ετοιμάσει για μεσημεριανό.
«Έχω βάλει δύο κομμάτια μουσακά και στο μικρό μπολ λίγα ντολμαδάκια φτιαγμένα με ρύζι με περιτύλιγμα το άνθος του κολοκυθιού. Τα αγαπημένα σου...»
Η κοπέλα κοίταξε την μητέρα της και παραιτημένη χαμογέλασε πλατιά πλησιάζοντας την και παίρνοντας στα χέρια της τη σακούλα.
«Ξέρεις ότι με κάνεις ότι θέλεις έτσι;» ρώτησε ρητορικά και συνέχισε μη περιμένοντας απάντηση «Ξέρεις ότι θα με κάνεις να πάρω τόσα κιλά που θα γίνω σαν την αδερφή σου;»
«Μερικά κιλά θα σε κάνουν να φαίνεσαι πιο γυναίκα. Τώρα είσαι σαν αδύναμο σπουργίτι που λέει και ο πατέρας σου. Μα δεν ήταν φαγητά αυτά εκεί στο Λονδίνο που έτρωγες, σκουπίδια ήταν. Πάρε το φαγητό τώρα εσύ και μην το φας. Αλλά εγώ θα ξέρω ότι αν πεινάσεις θα έχεις κάτι να τσιμπήσεις.»
"Μητέρα ξεχνάς ότι με αποκαλείται σπουργίτι από όταν ήμουν μικρή; Δεν έγινα έτσι επειδή πήγα στο Λονδίνο. Σε ένα Λονδίνο όπου έχω αφήσει πίσω μου εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Τι περιμένεις δηλαδή να αλλάξει; Ένα χρόνο το ίδιο πράγμα άκουω."
"Όλο και κάτι θα πάρεις, δεν μπορεί. Αν και δεν σου κρύβω ότι κάποιες φορές που απογοητεύομαι σκέφτομαι ότι εσύ για να φουσκώσεις εσυ κάπως ίσως θα έπρεπε να μείνεις έγκυος."
"Μητέρα!"
"Τι μητέρα και μητέρα; Αλήθεια, δεν μου είπες ο Σωτήρης μας τι κάνει; Συμμάζεψες λιγάκι το χάος του ή θα επιστρέψει η Λίλιαν και θα βάλει τα κλάματα το πουλάκι μου;"
"Ευτυχώς που πήγα και του μάζεψα. Δίκιο είχες που μου το πρότεινες. Μα να μην αλλάζει ο άνθρωπος με τα χρόνια...Ένας χάος ήταν το διαμέρισμα τους. Κουράστηκα αρκετά να ξέρεις αλλά αποστολή εκτελέστηκε και δεν θα τον χωρίσει τον βρωμιάρη η νύφη μας." Στα λόγια αυτά η Καλλιόπη έφτυσε τον κόρφο της τρομαγμένη. Η Δανάη γέλασε σιγανά και πλησίασε την μητέρα της. "Φτιάξε μας κανά γλυκάκι για το απόγευμα αν μπορέσεις και προλάβεις." συμπλήρωσε και αφού η μητέρα της είχε σταματήσει να σταυροκοπιέται την φίλησε στο μάγουλο.