Με το παλιό σαραβαλάκι της ήδη να μουγκρίζει και να αγκομαχά στην ανηφόρα δεν υπήρχε περίπτωση να το ζορίσει περισσότερο και να βγάλει φλας ώστε να προσπεράσει τον αγρότη με το τρακτέρ που κινούταν μπροστά της σε ρυθμό χελώνας. Γι αυτό πήρε μια βαθιά ανάσα, παρέμεινε στωικά πίσω του και προσπάθησε όπως μπορούσε να ηρεμήσει την αγωνία που είχε από την ώρα που ξύπνησε σήμερα το πρωί. Άλλωστε έπρεπε να είχε όλη της την προσοχή στραμμένη στο δρόμο μιας και έπρεπε να βρει σε ποιο σταυροδρόμι έπρεπε να στρίψει μιας και μόλις είχε αφήσει την εθνική οδό προς Ηράκλειο και είχε πάρει τον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στην Νεάπολη η οποία είχε γίνει αμέσως ορατή. Είχε ξαναέρθει στην Νεάπολη φυσικά. Περισσότερο ως παιδί, όπου κάθε 15 Αύγουστο γιόρταζε στην πλατεία η μεγάλη εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και στηνόταν ένα υπαίθριο πανήγυρι που φιλοξενούσε από κλόουν και πλανόδιους μικροπωλητές παιχνιδιών ως μαλλί της γριάς και σουβλάκια στο χέρι . Της άρεσε η Νεάπολη. Ήταν μια γραφική μικρή πόλη που παλαιότερα αποτελούσε την πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου πριν γίνει ο Άγιος Νικόλαος προς δυσαρέσκεια των κατοίκων της. Και αντί το κράτος να εξιλεωθεί απέναντι τους με κάποιο τρόπο, στέγασε στην περιοχή επιπλέον τις φυλακές υπομονεύοντας περισσότερο την περιοχή.
Το βλέμμα της πέρασε από το τεράστιο τρούλο της εκκλησίας της Παναγίας που βρισκόταν στην πλατεία της πόλης για να καρφωθεί στο κτίριο των φυλακών που βρίσκονταν στην άκρη της πόλης, το οποίο με δυσκολία φαινόταν λόγω των πυκνών συρματοπλεγμάτων που το περιβάλανε. Αμέσως ένα άσχημο συναίσθημα εγκαταστάθηκε στο στομάχι της μαζί με την εικόνα στο μυαλό της με την αντίδραση του Κώστα ο οποίος με το που το άκουσε είχε γίνει πυρ και μανία. Θυμόταν ακόμα, εκτός από το δάχτυλο του που είχε τεντωθεί προς εκείνη ,μέχρι και τον τόνο της φωνής του όταν επικριτικά της έλεγε ότι εκείνος της είχε προσφέρει μια θέση σε ένα υγιές περιβάλλον και εκείνη αντί αυτού διάλεξε το πλέον νοσηρό. Αλλά φυσικά ο Κώστας δεν είχε σταματήσει μόνο εκεί. Είχε αναρωτηθεί δυνατά αν η Δανάη πλέον του πήγαινε κόντρα σε κάθε τι που έλεγε και αν υπήρχε λόγος να είναι ακόμα εκείνοι οι δύο ζευγάρι από την στιγμή που ο καθένας κοίταγε σε διαφορετική κατέυθυνση.
Η Δανάη δεν είχε διαφωνήσει αλλά ούτε συμφωνήσει. Και ο Κώστας είχε αποχωρήσει βροντώντας την πόρτα πίσω του αφήνοντας την μόνη στο εξεταστήριο του με ένα σωρό ασθενείς απέξω να τον κοιτούν με περιέργεια και αναμεμιγμένη αγανάκτηση που ο γιατρός που περίμεναν ,έφευγε. Δεν είχαν μιλήσει έκτοτε και είχαν περάσει τρεις ολόκληρες μέρες. Ανάθεμα το γινάτι του! Ξεφύσησε και έστριψε στο μονόδρομο που οδηγούσε προς τις φυλακές ενώ αναρωτιόταν γιατί δεν την πόναγε το ενδεχόμενο να διαλυθεί η σχέση τους με την απάντηση να δίνεται αμέσως και από την ίδια. Δεν ήταν τυφλή ότι προς τα εκεί όδευαν. Δεν θα έπρεπε να ένοιωθε έστω όμως μια μικρή ενόχληση ή έστω λίγη πίκρα για τους μήνες που πέρασαν μαζί; Για όσα είχαν μοιραστεί; Γιατί υπήρξαν και καλές στιγμές μεταξύ τους...Αντιθέτως αισθανόταν κάπως... ανακουφισμένη. Αν και δεν θα έπρεπε. Αυτές τις μέρες που δεν μίλαγαν είχε καθίσει και είχε σκεφτεί την σχέση τους. Ο Κώστας ήταν συνάδελφος της, μίλαγαν την ίδια γλώσσα, ήταν υγιής, σοβαρός και δίχως δυσάρεστες εκπλήξεις να την περιμένουν στο μέλλον. Ήταν μια άριστη περίπτωση για εκείνη. Αν παντρευόντουσαν φυσικά που το έβλεπε αμφίβολο πλέον μετά από τον τσακωμό τους.