Όλα στραβά και ανάποδα της πήγαιναν από το πρωί, κατέληξε και κλώτσησε με θυμό τη μπροστινή ρόδα από το αυτοκίνητο της που ναι μεν βρίσκονταν στη θέση της αλλά η κατάσταση της ήταν αξιολύπητη έτσι ξεφούσκωτη που ήταν. Έβρισε όταν ένα κύμα αέρα έπεσε πάνω της και ανασήκωσε τα μαλλιά της παγώνοντας την. Κοίταξε τον ουρανό με νόημα "Τι άλλο μου ετοιμάζεις για σήμερα;" γρύλισε για να προσγειωθεί μια σταγόνα στο μάγουλο της με εκείνη να τινάζει τα χέρια της αγανακτισμένη προς όλες τις πλευρές. "Δεν θα σου περάσει!" μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και έτρεξε προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου όπου άνοιξε το πορτ μπαγκαζ και τράβηξε με όση δύναμη είχε τη ρεζέρβα που υπήρχε φυλαγμένη εκεί. "Μέχρι εδώ καλά." είπε κοιτώντας την όπως την είχε ακουμπήσει δίπλα στη ξεφούσκωτη όταν έπεσαν ακόμα μερικές ψιχάλες κάνοντας την να γρυλίσει. "Δανάη θυμήσου τι σου είχε πει ο μπαμπάς." διέταξε κοφτά τον εαυτό της αδιαφορώντας για τις ψιχαλες που συνέχιζαν να πέφτουν.
Και συνέχισε να αδιαφορεί.
Όταν πέρασε το κατώφλι των φυλακών η κατάσταση της δεν ήταν και ότι καλύτερο. Ήταν βρεγμένη, λερωμένη με γράσο, τρία από τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της πόναγαν γιατί τα είχε μαγκώσει στο γρύλο, ήταν πεινασμένη γιατί δεν είχε προλάβει να περάσει από το σπίτι της να πάρει κολατσιό μιας και είχε διαμείνει στου Κώστα και στο ιατρείο της βρήκε να την περιμένουν σχεδόν όλο το χωριό λόγω κάποιας ίωσης που είχε κυκλοφορήσει και είχαν κολλήσει οι περισσότεροι, από τα παιδιά μέχρι τους ηλικιωμένους. Όταν κατάφερε να ξεμπερδέψει με τα περιστατικά της δεν προλάβαινε πάλι να περάσει από το πατρικό της να πάρει έστω το οτιδήποτε και βρέθηκε να τρέχει με το αυτοκίνητο προς Νεάπολη για να της τύχει λάστιχο. Δεν ήταν καλά τα νεύρα της. Καθόλου καλά.
"Μήπως πρόλαβα την τραπεζαρία ανοικτή;" ρώτησε με μια μικρή ελπίδα τον φύλακα στην πύλη για να εκλάβει το αρνητικό του νεύμα που την έκανε να βογκήξει. "Σιγά μην την προλάβαινα." μουρμούρισε και διέσχισε την γνωστή πλέον διαδρομή ως το ιατρείο της εκνευρισμένη.
Όλα στραβά και ανάποδα πήγαιναν σήμερα! Όλα, κατέληξε κοπανώντας την πόρτα του ιατρείου και χώθηκε στην καρέκλα της με το κεφάλι της να γέρνει πίσω και τα μάτια της να κλείνουν. Χρειαζόταν λίγα λεπτά για εκείνη. Να ηρεμήσει. Να πάρει ανάσες. Δεν θα ήταν εύκολο το σημερινό, σκέφτηκε φέρνοντας στο μυαλό του όχι μόνο τον Βίκτωρ αλλά και ότι είχε προηγηθεί μεταξύ τους στην χθεσινή συνάντηση. Εντάξει το είχε ευχαριστηθεί, αυτό το λίγο ήταν άκρως παραπάνω από το καλύτερο του Κώστα αλλά δεν θα λογοδοτούσε και ούτε θα άφηνε να την χαρακτηρίσουν για ένα τυχαίο γεγονός. Ήταν ενήλικη και παρασύρθηκε, το δικαιολόγησε. Σιγά μην έδινε λογαριασμό στον κάθε ένα για τις πράξεις της και σε ποιον συγκεκριμένα, ένα κατάδικο κατέληξε θέλοντας να βρει το θάρρος που της έλειπε. Ανασήκωσε έπειτα από λίγο το μέτωπο της και άνοιξε τα μάτια της με το βλέμμα της να πέφτει πάνω στους αναρίθμητους φακέλους που χρειάζονταν αρχειοθέτηση και να γίνουν ηλεκτρονικά αρχεία. Βόγκηξε, έριξε το μέτωπο της εμπρός με αυτό να χτυπάει στη παγωμένη μεταλλική επιφάνεια του γραφείου της και έμεινε εκεί. Χρειαζόταν περισσότερο χρόνο τελικά. Και θάρρος.