«Σου έφερα φαγητό.»
Η φωνή του πατέρα της ξάφνιασε τις σκέψεις της που σαν τραπουλόχαρτα διασκορπίστηκαν παντού τρομαγμένες και έμεινε να κοιτάζει τον αγαπημένο, τεράστιο αρκούδο της να στέκεται στην πόρτα του ιατρείου και να την κοιτάζει με το τόσο οικείο βλέμμα του. Του χαμογέλασε δίνοντας του το ελεύθερο να κινηθεί, να μπει στο μικρό φωτεινό δωμάτιο ώστε να αφήσει την χάρτινη σακούλα που κράταγε σε μια άκρη στην επιφάνεια εργασίας της.
«Πως και δεν ήρθε να με σύρει από το αυτί πίσω στο κρεβάτι μου μόνο μου έδωσε άφεση αμαρτιών και μου έστειλε επιπλέον και πρωινό;» ρώτησε με ένα ένοχο χαμόγελο για να εισπράξει το καταφατικό γνέψιμο του.
«Η μάνα σου έχει καταλάβει ότι δεν είσαι πια μωρό αλλά ενήλικη που ξέρει τι κάνει. Σου έχει εμπιστοσύνη για τις επιλογές σου και από την στιγμή που ένοιωσες ικανή να γυρίσεις στη δουλειά δεν έχει κάποιο λόγο να σου εναντιωθεί. »
«Αλήθεια τώρα; Αυτό μόνο;» ρώτησε παιχνιδιάρικα , περισσότερο ρητορικά μιας και γνώριζε πολύ καλά τι είχε προηγηθεί και ότι η μητέρα της σαφέστατα είχε αντιρρήσεις αλλά εκείνος θα είχε μπει μπροστά πάλι και θα την είχε σώσει μιας και δεν ήταν η μοναδική φορά, και του έδειξε με το χέρι της την καρέκλα απέναντι από το γραφείο της να καθίσει, κάτι που έκανε αμέσως αναστενάζοντας δυνατά. Όλα δυνατά και έντονα. Πως αλλιώς θα συμπεριφερόταν μια αρκούδα;
«Δανάη την ξέρεις την μητέρα σου όπως και εγώ. Χρειάζεται χρόνο σε όλα για να τα δεχτεί και να τα χωνέψει και μέχρι να γίνει αυτό πρέπει να δείχνουμε υπομονή. Αλλά μάλλον στο σημερινό ότι της ξέφυγες , βοήθησε το ότι την πήρε τηλέφωνο ο Σωτήρης και της είπε ότι η μικρή ναι μεν ανάρρωσε σαν εμάς σε ικανοποιητικό βαθμό αλλά με αυτόν και την Λίλιαν να έχουν κρεβατωθεί. Άρα την άφησα να μας μαγειρέψει και με εντολή της θα γυρίσω να την πάω στο Ηράκλειο να βοηθήσει τα παιδιά, να κρατήσει την μικρή και να τους μαγειρέψει. Και στην ερώτηση μου γιατί δεν ανησυχεί μήπως κολλήσει, μου απάντησε ότι αφού δεν κόλλησε από εμάς τα γαϊδούρια που δεν την ακούμε, δεν θα πάθει τίποτα. » αναφώνησε αγανακτισμένος ο Μανώλης με το πρόσωπο του ολόκληρο ένα πίνακα συναισθημάτων. Η Δανάη γέλασε αυθόρμητα.
«Ακριβώς. Για γέλια είμαστε μικρό μου.» υπερθεμάτισε και συνέχισε «Την φαντάζεσαι να κρυώσει την γκρίνια που θα υποστούμε; Άσε που δεν έχει γερή κράση. Αν η Καλλιόπη πέσει κάτω, πέφτει και δεν σηκώνεται. Τι θα γίνω εγώ χωρίς το γυναικάκι μου να με τυραννάει όλη μέρα μου λες; » συνέχισε μουτρωμένος.