Πόσο διαφορετικό περιβάλλον ήταν αυτό από το κελί στις φυλακές που τον είχε γνωρίσει, σκέφτηκε καθώς το αυτοκίνητο διέσχιζε την τεράστια καγκελόπορτα με τα πιο σύγχρονα ασφαλείας που υπήρχαν. Βασικά στο κομμάτι της ασφάλειας δεν διέφερε και πολύ από το σωφρονιστικό ίδρυμα , κατέληξε κυνικά ακούγοντας την βαριά σιδερόπορτα να κλείνει πίσω τους με ένα γδούπο και μπροστά της να ανοίγεται ένα υπέροχο θέαμα μιας μοντέρνας έπαυλης. Όχι τεράστιας αλλά ούτε μικρής. Ένα δίπατο σπίτι σε λιτές μοντέρνες γραμμές την υποδεχόταν φωτισμένο.
«Πως άντεξες στο κελί όταν είχες αυτό;» ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της πριν προλάβει να συγκρατηθεί και ένοιωσε το χέρι του να σφίγγει το δικό της- το οποίο δεν είχε αφήσει καθ' όλη την διάρκεια της διαδρομής τους- και αισθάνθηκε να την παρατηρεί.
«Είχα εσένα.»
Η Δανάη αρκέστηκε στην απάντηση αυτή με γλυκιά ευχαρίστηση.
«Από το ύφος σου καταλαβαίνω ότι σου αρέσει", τον άκουσε να της λέει ενώ είχε σταθμεύσει με την Δανάη να γνέφει θετικά και κατέβηκε βοηθώντας την να κατέβει και η ίδια. Φόρτωσε την αποσκευή της στον ώμο του και πιάνοντας ξανά το χέρι της την οδήγησε προς το σπίτι του. Στο οποίο ήταν ξεκάθαρο τι θα γινόταν μέσα σε αυτό σκέφτηκε η Δανάη και τον ακολούθησε αργά αλλά σταθερά. Η αδρεναλίνη πλημμύρισε το κορμί της .
Η Δανάη ότι και να είχε δει ως τώρα δεν την είχε προετοιμαστεί για αυτό που θα αντίκριζε με το που θα πέρναγε το κατώφλι της κύριας εξώπορτας. Χλιδή, πλούτος, πολυτέλεια δίχως υπερβολές σε λιτές γραμμές. Λευκά μάρμαρα που έλαμπαν, τοίχοι σε ουδέτερους τόνους που τους κοσμούσαν πίνακες και άλλα έργα τέχνης, έπιπλα προσεχτικά τοποθετημένα στις θέσεις τους δίνοντας της την σιγουριά ότι όλα ήταν αποτέλεσμα κάποιου επαγγελματία. Κανένα προσωπικό γούστο, τίποτα παρατημένο στο χώρο ,τίποτα παράταιρο και αταίριαστο. Καμία σχέση με το δικό της σπίτι. Η Δανάη ήξερε καλά ότι αν υπάρχει κάτι που φανερώνει πολλά για το ποιοι είμαστε και τον τρόπο ζωής μας, αυτό είναι το σπίτι μας, μιας και αντανακλά την προσωπικότητά μας, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό το πώς αισθανόμαστε, ανεβάζοντας ή ρίχνοντας τη διάθεση μας. Και αυτή μπροστά της είχε ένα σπίτι κενό συναισθημάτων που δεν φανέρωνε το παραμικρό για τον ιδιοκτήτη του. Εκτός και αν δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το πού ζει, σκέφτηκε η κοπέλα και τρόμαξε.
Ποιος ήταν ο Βίκτωρ πραγματικά και με τι ασχολούταν; Πώς είχε συγκεντρώσει τόσο πλούτο στα χέρια του εφόσον της είχε δηλώσει ότι ήταν γέννημα μεταναστών που απεβίωσαν όταν ήταν ακόμα μικρός , με εκείνον να μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο; Τα νυχτερινά μαγαζιά έχουν τέτοια δύναμη; Κάτι μέσα της βροντοφώναζε όχι , ότι έστω χωρίς παρανομίες δεν καταφέρνεις να φτάσεις σε τέτοιο επίπεδο. Μέσα της αυτό το όχι την χλεύαζε και την περιγελούσε στο σημείο που γεννήθηκε η απαισιόδοξη σκέψη ότι η έλξη που ένοιωθε για εκείνον, ναι έστω αυτή η πρωτόγνωρη έλξη, ίσως την είχε κάνει να πάρει λανθασμένες αποφάσεις. Δεν ήταν τίποτα ξεκάθαρο με τον Βίκτωρ και όμως τον ακολούθησε. Τίποτα δεν ήταν διαυγή μαζί του. Όλα φάνταζαν ασαφή, περίπλοκα και δυσνόητα τούτη την στιγμή. Τι είχε κάνει; Ποιον είχε ακολουθήσει; Μα ήταν εντελώς μα εντελώς απερίσκεπτη;