Η Δανάη με το που μπήκε στο στενό και σκοτεινό κελί το κοίταξε προσεχτικά μιας και με την χτεσινή συμπλοκή δεν είχε βρει το χρόνο να δει πως είναι ένα κελί αλλά διαπίστωσε αμέσως ότι δεν είχε να παρατηρήσει και πολλά. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο από την υγρασία γκρίζο δωμάτιο με μεταλλικά κρεβάτια όπου μοναδική παραφωνία στο χώρο ήταν ένας λευκός νιπτήρας που και αυτός φαινόταν κουρασμένος από το χρόνο με τις ρυτίδες του, βαθιά ραγίσματα, να τον κοσμούν. Σε ένα άθλιο ράφι δίπλα του από το οποίο έλειπε ένα τμήμα ,υπήρχαν πρόχειρα πεταμένα μερικά είδη υγιεινής. Έριξε το θλιμμένο βλέμμα της στη σιδερένια κουκέτα και ευχήθηκε να μην φανερώσει το πρόσωπο της την αποστροφή και την αηδία που αισθάνθηκε. Για αυτό το κρεβάτι έπαιξαν ξύλο δύο ενήλικες άντρες; Μα αυτό ήταν χειρότερο και από αυτό που είχαν παραπεταμένο στην αποθήκη τους, κατέληξε σιωπηλή.
Κατευθείαν της γεννήθηκε η απορία πως μπορούσε να μείνει άνθρωπος σε αυτό το περιβάλλον για κάμποση ώρα όταν την χτύπησε η οδυνηρή διαπίστωση ότι δεν έμεναν εκεί μέσα απλά ώρες αλλά μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια και μερικοί για ολόκληρη την ζωή τους. Βόγκηξε σιγανά, τίναξε το κεφάλι της διώχνοντας κάθε σκέψη και έψαξε με το βλέμμα τον Ιβάν που βρίσκονταν ξαπλωμένος στο κάτω μέρος της κουκέτας. Δεν υπήρχε ίχνος από την παρουσία του Βίκτωρ κάτι που είχε διαπιστώσει μπαίνοντας κατευθείαν και κάτι που την είχε ανακουφίσει αισθητά. Τόσο την ίδια όσο και τον πονοκέφαλο της.
Σήκωσε το χέρι της στο πρόσωπο της με σκοπό να τοποθετήσει τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της ώστε να μην την εμποδίσουν κατά την εξέταση μιας και θα αναγκαζόταν να σκύψει όταν ένα κύμα αέρα τα έκανε να μετακινηθούν, με εκείνη να παγώνει στην θέση της. Τον αισθάνθηκε πριν ακούσει τα βήματα του να πλησιάζουν. Ήταν σίγουρη ότι ο Βίκτωρ ήταν πίσω της. Έστριψε το κορμί της ολόκληρο στην απειλή που ένοιωσε να την τυλίγει και τον είδε.
Ήταν ημίγυμνος και η ανάσα της μπερδεύτηκε στο λαιμό. Φορούσε μόνο το κάτω μέρος από μια φόρμα έχοντας αφήσει ακάλυπτο το πάνω μέρος του κορμιού του. Καθαρή σάρκα. Άρωμα τεστοστερόνης. Ζωώδες ένστικτο ζευγαρώματος. Όλα αυτά χτύπησαν δυνατά την Δανάη που τα έχασε. Φαρδιοί ώμοι, δυνατά μπράτσα, φαρδύ στήθος, γραμμωμένοι κοιλιακοί και τέλος η ζώνη του Απόλλωνα. Όλα ιδρωμένα. Όλα ζεστά και δουλεμένα πιθανόν έπειτα από άσκηση. Ο Βίκτωρ πέρασε δίπλα της δίχως να την κοιτάξει όσο και αν εκείνη ικέτευε για ένα του βλέμμα όταν εχτές η ίδια το είχε κατατάξει στα επικίνδυνα που τον αφορούσαν. Με το χρόνο να έχει σταματήσει παρακολούθησε τον Βίκτωρ να κατευθύνεται προς τον νιπτήρα. Το στόμα της είχε στεγνώσει, την γλώσσα της την ένοιωθε τραχιά και δεν ήξερε αν είχε ξεκινήσει να αναπνέει ξανά. Ούτε γνώριζε όμως ούτε την ενδιέφερε στο ελάχιστο. Μόνο την υγρασία στο εσώρουχο της αισθανόταν και την κάψα της εκεί χαμηλά. Το βλέμμα της αχόρταγο ρούφηξε την κάθε λεπτομέρεια του σκληρού κορμιού του με τα χείλη της να χωρίζουν. Η πλάτη του όλη ένα σχέδιο από μελάνι. Δύο φτερά δεξιά και αριστερά των ώμων και της ωμοπλάτης του μέχρι χαμηλά στη πλάτη του και στη μέση της ραχοκοκαλιάς του να διέρχεται ένα σπαθί. Η Δανάη ανατρίχιασε. Μηχανικά έκανε δύο βήματα προς εκείνον, ξεκάθαρα οδηγούμενη από την έλξη που ένοιωθε αλλά σταμάτησε απότομα όταν το βλέμμα του την έκαψε μέσα από τον πλαστικό καθρέπτη του νιπτήρα. Ένοιωσε σαν πεταλούδα. Από αυτές τις μικρές που έλκονται από το φως της φωτιάς και ερωτεύονται τις πύρινες φλόγες της. Το βλέμμα της χάιδεψε ένα αρκετά μεγάλο μώλωπα που είχε σχηματιστεί στο αριστερό του μάγουλο. Δίπλα στα χείλη του.