Όταν ήταν μικρή και θυμόταν ως παιδί τον εαυτό της , θυμόταν να της αρέσει να ξοδεύει όσο περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο του καλοκαιριού της στη θάλασσα. Και σε ποιο παιδί δεν άρεσε άλλωστε αυτό και γι αυτό το λόγο όταν ο πατέρας σχολούσε από την οικοδομή, έτρωγε βιαστικά και αμέσως φόρτωνε στο αγροτικό αυτοκίνητο όλα τα παιδιά του και τα μετέφερε στην αγαπημένη της παραλία. Θυμόταν ώρες ατελείωτες κάτω από το καυτό ήλιο και πάνω στον αγαπημένο της βράχο, με εκείνη και τα αδέρφια της να κάνουν βουτιές από ψηλά , με ανοικτά μάτια να εξερευνούν το βυθό και τα κοιλώματα των βράχων και με γυμνά χέρια να προσπαθούν να ξεκολλήσουν πεταλίδες και να πιάσουν τα μικρά ψαράκια του αφρού. Και μετά από τόση εμπειρία κάθε μέρα η Δανάη είχε στις παλάμες της ψαράκια κάνοντας τ αδέρφια της να την ζηλεύουν με την καλή έννοια πάντα μιας και καθημερινώς τους έδινε τα ψαράκια της για να χαρούν. Δεν τα κράταγε για εκείνη. Η χαρά της ήταν να καταφέρει να τα αιχμαλωτίσει. Πάντα τα ελευθέρωνε στο τέλος. Όλα. Υγιής και στο περιβάλλον που τα είχε αιχμαλωτίσει εξαρχής. Μετά την παράδοση τους ξεκίναγε να κυνηγάει καβούρια ανάμεσα στις αιχμηρές προεξοχές των βράχων με ξυλαράκια που έχωνε μέσα. Θυμόταν πεντακάθαρα την μικρότερη αδερφή της, την Άρια που ήταν η γενναία σα και την ίδια να προσπαθεί να την μιμηθεί. Και ξεκαρδιζόταν στα γέλια κάθε φορά που θυμόταν την τριχωτή καβουρομάνα να κρέμεται από το δάχτυλο της.
Εκείνο όμως που την ξετρέλαινε κυριολεκτικά ήταν όταν βυθιζόταν ολόκληρη στο νερό και έμενε εκεί για όσο άντεχε, πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά και πάντα όλο και κάποιο την τράβαγε νομίζοντας ότι είχε πνιγεί έτσι όπως επέπλεε. Θυμόταν τις υπέροχες ραβδώσεις στην άμμο και τα ψάρια να κολυμπάνε αμέριμνα κάτω από το σώμα της.
Αυτό που την μάγευε όμως ήταν να ακούει τους ήχους που έφταναν στα αυτιά της αλλοιωμένοι. Τους παφλασμούς των κυμάτων, τις φωνές των υπόλοιπων κολυμβητών και λουόμενων, τα τζιτζίκια που ξέφρενα γιόρταζαν την σύντομη ζωή τους. Και αυτή τη στιγμή όμως χωρίς να γνωρίζει γιατί ,είχε την ίδια αίσθηση: Ότι βρίσκονταν βυθισμένη στο νερό μιας και οι ήχοι έφταναν στα αυτιά της φιλτραρισμένοι, αλλά επιπλέον είχε και την αίσθηση ότι κάτι ήταν λάθος, κάτι υπήρχε που της διέφευγε και δεν μπορούσε να το απολαύσει όπως όταν ήταν παιδί.
«Δανάη άνοιξε τα μάτια σου.»
Η παράκληση έφτασε στα αυτιά της πεντακάθαρη. Αφιλτράριστη. Με μια βαθιά ήρεμη φωνή που την καθησύχαζε και της πρόσφερε γαλήνη και εκείνη απλά αρνήθηκε ψελλίζοντας ένα σιγανό όχι κουρνιάζοντας βαθύτερα στην τόσο φιλόξενη αγκαλιά. Δεν ήθελε να αφήσει αυτή την αίσθηση. Κάπου γνώριζε ότι όταν την τελευταία φορά το είχε κάνει όλα είχαν γίνει χαμός. Λοιπόν όχι και εκείνη.