Κεφάλαιο 2

355 36 5
                                    

Η Έμιλι ξύπνησε αλαφιασμένη και πετάχτηκε απο το κρεβάτι της, νιώθοντας την αναπνοή της βαριά και τον σφυγμό της να σφυροκοπεί με μέσα στο κρανίο της. Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο της και προς στιγμή χάρηκε που τίποτα από όσα είχε βιώσει τόσο έντονα στον ύπνο της πριν από λίγο δεν ήταν αληθινά και ότι απλά βρισκόταν στο απαλό κρεβάτι της, εκεί όπου είχε αφήσει τον εαυτό της την τελευταία φορά πριν αποκοιμηθεί.

Έμεινε μερικά λεπτά να κοιτάζει τον τοίχο δίπλα από το κρεβάτι της και μόλις ένιωσε ότι ήταν πια ήρεμη, έτριψε τα μάτια της για να ξεφορτωθεί την θολούρα της νύστας και κοίταξε το κινητό της, πάνω στο μικρό κομοδίνο της για να ελέγξει την ώρα. Ήταν μονάχα ένας εφιάλτης, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτο της. Μονάχα ένας ηλίθιος εφιάλτης. Σκούπισε το μέτωπο της από τον τρόμο που είχε πάρει την μορφή του ιδρώτα και κοίταξε το ψηφιακό ρολόι στην οθόνη κλειδώματος του τηλεφώνου της, κάτι το οποίο την τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο. Είχε παρακοιμηθεί.

Θα έπρεπε να βρισκόταν ήδη στο δρόμο για το σχολείο της, όμως αντί αυτού βρισκόταν στο κρεβάτι της και αναρωτιόταν πότε χτύπησε το ξυπνητήρι και δεν το είχε ακούσει. Τα έβαλε με το κινητό της, που προφανέστατα δεν είχε χτυπήσει στην ώρα του, ενώ ένιωσε ξεκάθαρα πως δεν χωρούσε άλλες αργοπορίες, κι έτσι θυμωμένη και εκνευρισμένη με την υποτιθέμενη έξυπνη τεχνολογία του κινητού της, ξεσκεπάστηκε και περπάτησε φουριόζα μέχρι το μπάνιο.

Αν μισούσε κάτι ήταν το να αργεί. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που ακόμα και το ένα λεπτό έκανε την διαφορά και ένα από τα πράγματα που απεχθανόταν ήταν το να την στήνουν ή χειρότερα το να στήνει εκείνη τους άλλους. Δεν ήταν τόσο θέμα ευγένειας ή θέμα ηθικής, απλώς δεν το άντεχε η ίδια όταν συνέβαινε αυτό.

Δεν είχε χρόνο να φάει πρωινό. Ίσως να έτρωγε κάτι στο σχολείο ή μπορεί να μην έτρωγε και καθόλου, αφού το φαγητό ήταν το τελευταίο πράγμα που την ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Λύσεις υπήρχαν περί αυτού του θέματος και ήξερε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ήταν μόνη στο σπίτι, κάτι που είχε συνηθίσει πια. Μην έχοντας γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της και έχοντας μία μητέρα που γύριζε όλο τον κόσμο και ταξίδευε λόγω επαγγέλματος τον μισό χρόνο για ιατρικά συνέδρια σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, είχε πλέον συνηθίσει το να ζει μόνη της τον περισσότερο καιρό, να φροντίζει τον εαυτό της και να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να επιβιώσει, χωρίς ποτέ να είχε κάποια δυσκολία με αυτό. Καταλάβαινε ότι η μητέρα της ήταν πολυάσχολη και ότι η δουλειά της ήταν απαιτητική κι έτσι ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για την ζωή που είχε και αγαπούσε την μητέρα της όσο κι αν την πόναγε που έλειπε βδομάδες ολόκληρες από το σπίτι τους.

Ο Τελευταίος Εφιάλτης  [Παύση Ανανεώσεων!]Where stories live. Discover now