Ήταν χωμένο ανάμεσα σε κάτι ξερούς βράχους και ένα γέρικο δέντρο με πεσμένα φύλλα και καθόλου καρπούς. Ήταν ένα μικρό, συμπαθητικό καταφύγιο με διαστάσεις ενός μικρού δωματίου που μόλις και με τα βίας χωρούσε πέντε άτομα και αυτό γιατί τον περισσότερο χώρο τον καταλάμβαναν άδειες βιβλιοθήκες και συρταριέρες που είχαν κυριαρχηθεί από διαφόρων ειδών ζωύφια, τα οποία τις είχαν πλέον οικειοποιηθεί.
Ιστοί αραχνών κρεμόταν από την οροφή και από κάθε πιθανή γωνία που υπήρχε ανάμεσα στα έπιπλα, συμπεριλαμβανομένου του εσωτερικού μερικών συρταριών και ντουλαπιών, ενώ ένας ραγισμένος καθρέφτης που ήταν παρατημένος σε μια γωνία του δωματίου ήταν θωλός από τα στρώματα σκόνης που είχαν πέσει στην επιφάνειά του και γεμάτος από ίχνη που είχαν αφήσει πίσω τους διάφορα ζώα, τα οποία πιθανόν είχαν πατήσει πάνω του.
Την έπιασε ανατριχίλα βλέποντας κάτω από τις σκιές του λιγοστού φωτός του απογευματινού σούρουπου όλες εκείνες τις τρομακτικές εικόνες που είχε φροντίσει να της παρουσιάσει η Μητέρα Φύση σε συνδυασμό με μερικά εγκαταλελειμμένα έπιπλα και έτριψε τα μπράτσα της στην προσπάθειά της να καθησυχάσει τον εαυτό της και να του υπενθυμίσει πως ήταν χαζό να φοβάται ένα έρημο "σπιτάκι" με ασυνήθιστα κατοικίδια.
Φως δεν υπήρχε πουθενά, ούτε έστω ένα κερί που θα μπορούσαν να ανάψουν για να βλέπουν καλύτερα και που θα τρόμαζε τυχόν ζωύφια που κρύβονταν σε διαφορες τρύπες του ξύλου των επίπλων, αλλά φαίνεται πως γι αυτό είχε φροντίσει η Μάργκαρετ. Έβγαλε από την τσέπη του φορέματος της ένα μικρό κηροπήγιο με χερούλι και ένα κουτάκι σπίρτα, έτριψε ένα σπίρτο στην σαγρέ επιφάνεια του κουτιού και άναψε το κερί του κηροπήγιου. Ύστερα, κοίταξε έναν έναν τον Ράιαν, τον Κρίστοφερ και την Έμιλι και έκατσε πάνω σε ένα άδειο κομοδίνο, προτρέποντάς τους να κάνουν το ίδιο.
Ο Ράιαν αναστέναξε, γιατί πιθανότατα δεν τον ενθουσίαζε ιδιαίτερα η ιδέα του ότι θα καθόταν πάνω σε κάποιο παλιό, σκονισμένο έπιπλο, αλλά προτίμησε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και να μην διαμαρτυρηθεί, γιατί μπορούσε να προβλέψει πως μια τέτοια λογομαχία με την Μάργκαρετ δεν θα έβγαζε πουθενά. Κοίταξε την Έμιλι κι εκείνη του ανταπέδωσε ένα τρομαγμένο βλέμμα, αφού μάλλον κανένας τους τελικά δεν έβρισκε συναρπαστική την ιδέα του να καθίσουν πάνω στους ιστούς των αραχνών.
Ο Κρίστοφερ φαινόταν πως ήταν ο μόνος που δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τις ανησυχίες των άλλων, ούτε και τις συμμεριζόταν. Πήγε απλώς κοντά στη Μάργκαρετ και χωρίς δεύτερη σκέψη έκατσε στο πάτωμα δίπλα της, έβγαλε την συνηθισμένη του σβούρα από την τσέπη του παντελονιού του και την έσφιξε στην παλάμη του, κοιτάζοντάς την αμήχανα, αφού ο κόσμος των μεγάλων και οι κουβέντες τους δεν είχαν τίποτα το ενδιαφέρον να προσφέρουν σε ένα δεκάχρονο αγόρι σαν κι αυτόν.
YOU ARE READING
Ο Τελευταίος Εφιάλτης [Παύση Ανανεώσεων!]
Science FictionΗ Έμιλι Χάμιλτον είναι μία συνηθισμένη δεκαεξάχρονη μαθήτρια που ζει μία φυσιολογική, εφηβική ζωή με την μητέρα της σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη. Όταν όμως εφιάλτες με πρωταγωνίστρια την ίδια την επισκέπτονται στον ύπνο της κάθε βράδυ, τότ...