Κεφάλαιο 7

198 26 2
                                    

«Έμιλι, ξύπνα!» άκουσε μια αντρική, ήρεμη φωνή να της λέει σχεδόν ψιθυριστά πάνω από το κεφάλι της και ένιωσε μία παλάμη να την σκουντάει απαλά στον ώμο. «Σε πήρε ο ύπνος!»

Η Έμιλι σήκωσε το κεφάλι της και με μισόκλειστα μάτια άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στον χώρο. Βρισκόταν ακόμα στην βιβλιοθήκη του σχολείου της και ο Ράιαν... Και ο Ράιαν ηταν ακόμα εκεί. Τραβήχτηκε απότομα, μόλις τον είδε να στέκεται δίπλα της, ξυπνώντας την με έναν απαλό τρόπο, ώστε να μην την τρομάξει, όμως εκείνη ήταν αρκετά φοβισμένη ήδη. Αύριο θα πεθάνεις, ήταν η τελευταία σκέψη που είχε στο μυαλό της και την επαναλάμβανε τόσες φορές, που άρχισε να νομίζει πως την έλεγε στ' αλήθεια.

Ανάσαινε γρήγορα και τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως ηταν ξύπνια και πως δεν έβλεπε κάποιο κακόγουστο όνειρο. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ο Ράιαν δεν ηταν κλεισμένος μέσα σε κάποιο βρώμικο κελί, ούτε πως η ίδια ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι που έκανε το σώμα της να πονάει, περιτριγυρισμένη από μία νεαρή κοπέλα και ένα μικρό αγόρι. Και προς μεγάλη της ανακούφιση, τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αληθινά.

Όμως αν όντως την είχε πάρει ο ύπνος, αν ειχε όντως αποκοιμηθεί, όπως της είχε πει ο Ράιαν, τότε γιατί όλα έδειχναν τόσο ζωντανά στον ύπνο της; Μπορουσε ακόμα να ακούσει τον γοργό χτύπο της καρδιάς της από την ταραχή και την αδρεναλίνη που είχε υποθετικά ζήσει σε εκείνο το ακόμα ένα αλλόκοτο όνειρό της.

Της πήρε λίγη ώρα μεχρι να εγκλιματιστεί ξανά, όμως ο φόβος δεν της έφυγε τελείως. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ο Ράιαν που διάβαζε διαφορες βαρετές πληροφορίες από έναν υπολογιστή της Βιβλιοθήκης του σχολείου, κάπως μονότονα, πράγμα το οποίο δεν της προκαλούσε την απορία γιατί είχε αποκοιμηθεί, αλλά την ξένιζε το γεγονός ότι δεν είχε καταλάβει πώς είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί.

Τον κοίταξε κι εκείνος της χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο. Σαν αστραπή πέρασε στα μάτια της η εικόνα του άλλου Ράιαν που είχε δει στον ύπνο της, τον ματωμένο, ταλαιπωρημένο και φυλακισμένο μέσα στο κελί που έμοιαζε τόσο εξουθενωμένος και άθλιος που φαινόταν σχεδόν νεκρός. Ζαλίστηκε στην ιδέα ότι το ίδιο πρόσωπο ήταν ακριβώς μπροστά της, σε μία φανερά πολύ καλύτερη κατάσταση, ενώ μόλις δευτερόλεπτα πριν δεν ήταν. Στήριξε το κεφάλι της στα χερια της και κάλυψε τα μάτια της με τις παλάμες της.

«Είσαι εντάξει;» την ρώτησε ευγενικά ο Ράιαν.

Η Έμιλι, γύρισε και τον κοίταξε με το ίδιο τρομαγμένο και απεγνωσμένο βλέμμα. «Νομίζω πως πρέπει να φύγω.» του απάντησε.

Ο Τελευταίος Εφιάλτης  [Παύση Ανανεώσεων!]Where stories live. Discover now