Κεφάλαιο 17

137 15 0
                                    

Επικράτησε απόλυτη ηρεμία.

Κανένας δεν έβγαλε άχνα, σαν όλα γύρω της να είχαν σταματήσει, σαν ο χρόνος να είχε παγώσει σε εκείνο το δευτερόλεπτο και ο μόνος ήχος που ακουγόταν πλέον ήταν η ανάσα της που έμοιζε με άνισο, ξεψυχισμένο αναφιλητό. Δεν έκλαιγε, αλλά ήταν πολύ κοντά στο να αφήσει τα συγκρατημένα της δάκρυα να κυλίσουν ελεύθερα στα μάγουλά της. Ένιωθε εκείνη την ψυχολογική πίεση που είχε βιώσει μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν, να είναι τόσο έντονη και να την κατατρώγει αργά και βασανιστικά, σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν την έκανε να νιώθει σαν να μην ήταν πλέον ικανή να βοηθήσει τον εαυτό της.

Αναστέναξε και, με μία κίνηση, τράβηξε από πάνω της το μαντήλι που κάλυπτε το πρόσωπό της αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι από πρησμένα, κόκκινα μάτια. Αναγκάστηκε να τα τρίψει με την ράχη του χεριού της ώστε να διώξει εκείνο το ενοχλητικό, ομιχλώδες πέπλο που είχαν δημιουργήσει τα δάκρυά της και καθάρισε την όρασή της, ώστε να μπορέσει να δει καλύτερα τι συνέβαινε γύρω της. Είδε τον Ράιαν διπλωμένο στα δύο, ένα μέτρο περίπου μακριά από εκείνη, να ακουμπάει και με τα δύο του χέρια το στήθος του και να πιέζει τη σάρκα του με τις παλάμες του, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία.

Δεν βογγούσε, ούτε έβγαζε άλλου είδους κραυγές που να προέδιδαν τον πόνο του, αλλά η Έμιλι μπορούσε να καταλάβει πώς ένιωθε από εκείνη την πονεμένη όψη που είχε στο πρόσωπο του και όλα εκείνα τα συναισθήματα που είχαν χαρακτεί πάνω της. Είχε τραυματίσει κάποιον. Τον είχε μαχαιρώσει. Είχε μαχαιρώσει τον Ράιαν! Ένιωθε τόσο άσχημα για την πράξη της που η ενοχή της σχεδόν την έπνιγε και το γεγονός ότι ο Ράιαν έδειχνε τόσο αβοήθητος και πληγωμένος έκανε την καρδιά της να σπάει και να ραγίζει, γιατί αυτό δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να διαγράψει από τη μνήμη της έτσι εύκολα.

Έτρεξε κοντά του και έσκυψε μαζί του στο έδαφος, τράβηξε το μαντήλι από τα μάτια του και το πέταξε μακριά, αδιαφορώντας για την τύχη του. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το κεφάλι του και ακούμπησε το μέτωπό της πάνω στο δικό του, αφήνοντας το πρώτο της δάκρυ να κυλίσει ασυγκράτητο πάνω στο μάγουλό της, μουσκεύοντας τις αραιές, κοκκινωπές φακίδες της. Εκείνος κοίταξε αμήχανα τα τρεμάμενα γόνατά της, γύρω από τα οποία είχε κουλουριαστεί όλο το σώμα της και ξεροκατάπιε προτού μιλήσει.

«Είμαι καλά...» της ψιθύρισε. «Μην ανησυχείς για εμένα.»

Έλεγε ψέματα και μπορούσε να το καταλάβει. Η στάση του, η έκφραση του προσώπου του, τα συνοφρυωμένα φρύδια του προέδιδαν όλα εκείνα τα συναισθήματα που προσπαθούσε να καλύψει με αναληθή λόγια και δεν μπορούσαν να της αποκρύψουν την αλήθεια. Έλεγε ψέματα για να μην την κάνει να νιώθει άσχημα, αν και αυτό δεν την βοηθούσε σχεδόν καθόλου, γιατί μπορούσε να συνειδητοποιήσει τη ζημιά που του είχε κάνει και δεν μπορούσε με καμία δύναμη να αθωώσει τον εαυτό της έτσι απλά.

Ο Τελευταίος Εφιάλτης  [Παύση Ανανεώσεων!]Donde viven las historias. Descúbrelo ahora