Κεφάλαιο 12

156 19 12
                                    

Τα λόγια της Μάργκαρετ πλανήθηκαν στον αέρα και βούιζαν επίμονα στα αυτιά της Έμιλι, κάτω από την νεκρική ησυχία που είχε επικρατήσει. Ήθελε να μιλήσει, να πει έστω κάτι που θα διέκοπτε αυτή την αμήχανη σιγή που κυριαρχούσε στο δωμάτιο, αλλά νόμιζε πως είχε καταπιεί την γλώσσα της και πως το μυαλό της είχε αδειάσει από όλες τις σκέψεις της, ή ίσως οι σκέψεις της να ήταν τόσο πολλές που είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους, μπλοκάροντας οποιονδήποτε λογικό συνειρμό.

Τα μάτια της Μάργκαρετ έμειναν καρφωμένα στα δικά της για πολλή ώρα, ή τουλάχιστον για όση ώρα ήταν αρκετή να την κάνει να πιστέψει πως είχε αρχίσει να δείχνει περισσότερο εμμονική από ότι έδειχνε πριν. Δεν μπορούσε. Το βλέμμα της που τρύπαγε τα μάτια της, η απρόσωπη μορφή που είχε αποκτήσει το πρόσωπό της και ο μονότονος ήχος της σβούρας του Κρίστοφερ που γύρναγε και σταμάταγε κάθε τόσο, την έκαναν να έχει μία περίεργη διάθεση για απόδραση, σαν να ήθελε να το σκάσει, γιατί ένιωθε τον φόβο να πιέζει τα μηνίγγια της μέχρι αηδίας.

Ξεροκατάπιε.

Με έναν απότομο, βαρύ, μεταλλικό ήχο η πόρτα του δωματίου της άνοιξε κι εκείνη αναπήδησε γιατί ακούστηκε τόσο ξαφνικά, που ο ήχος αντήχησε στους τοίχους και στα αυτιά της τόσο διαπεραστικά που την τρόμαξε, όμως ήταν αρκετός για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Προσπάθησε να απομακρύνει τα μάτια της από το επίμονο βλέμμα της Μάργκαρετ, όμως αυτό μάλλον ήταν ακατόρθωτο, αφού εκείνη δεν έδειχνε να νοιάζεται ιδιαίτερα για το ποιος είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του, ίσως επειδή ήξερε ποιος ήταν, ή ίσως επειδή το να τρομοκρατεί την Έμιλι με το βλέμμα της ήταν πιο σημαντικό.

Η σβούρα του Κρίστοφερ σταμάτησε να γυρίζει, η Μάργκαρετ μισόκλεισε τα μάτια της και η αναπνοή της Έμιλι σταμάτησε από την ανησυχία της και την αγωνία της να δει το νέο πρόσωπο. Είδε μια αντρική φιγούρα με την άκρη του ματιού της, θωλή και ασχημάτιστη, ψηλή με φυσιολογικές αναλογίες και ντυμένη με σκουρόχρωμα ρούχα. Δεν μπορούσε να διακρίνει ποιος μπορεί να ήταν, αλλά η φωνή του ήταν περισσότερο γνωστή από όσο θα ήθελε να είναι.

«Ηρέμησε Μάργκαρετ.» είπε με ήρεμο τόνο και ένα ζευγάρι παπούτσια ακούστηκαν να πλησιάζουν αργά προς το μέρος τους.

Η Μάργκαρετ σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και με μία απαξιωτική περιστροφή των βολβών των ματιών της γύρισε προς την μεριά του ομιλούμενου νεαρού και απομάκρυνε το βλέμμα της από την Έμιλι. «Ζητούσε απαντήσεις και είπα να της πω τα πράγματα λίγο ωμά, όπως είναι. Δεν ήξερα ότι θα την πείραζε αυτό.» είπε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό της.

Ο Τελευταίος Εφιάλτης  [Παύση Ανανεώσεων!]Where stories live. Discover now