Κεφαλαιο 1

5.3K 240 7
                                    

Νιώθω υπέροχα που επιτέλους το σχολείο τελείωσε, ένα κύμα ευφορίας πλημμυρίζει τα κύτταρα μου, καθώς το συνειδητοποιώ για τρίτη φορά μέσα στο καλοκαίρι. Ξαπλωμένη στην μακριά, λευκή ξαπλώστρα της πισίνας,απολαμβάνω τον καυτό ήλιο να εισέρχεται και να μαυρίζει το δέρμα μου. Η Νάντια στέκεται και αυτή στην ίδια κατάσταση δίπλα μου, ενώ ο Σταύρος και ο Βασίλης κολυμπούν στην πισίνα συμπεριφερόμενοι σαν παιδάκια δημοτικού.
Για το μόνο πράγμα που έχω να ανησυχώ τώρα είναι η περιοχή στην οποία θα σπουδάσω. Εύχομαι να είναι η όμορφη Θεσσαλονίκη. Από την εκδρομή της τάξης την ερωτεύτηκα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να περάσω τα φοιτητικά μου χρόνια εκεί.
Ευτυχώς που έγραψα καλά και δεν είχα μουρμούρες και γκρίνιες από τους απαιτητικούς γονείς μου.
Σηκώνομαι αποχαυνωμένη από το χτύπημα του ήλιου, τεντώνομαι ναζιάρικα και αποφασίζω να δροσιστώ βουτώντας στα κρύα νερά της πισίνας. Σκουντάω τα θεόρατα πόδια της Νάντιας αλλά εκείνη δεν αποκρίνεται και έτσι την αφήνω να χαλαρώσει.

"Τώρα μπαίνεις εσύ; Εμείς βγαίνουμε!" φωνάζει παραπονεμένα ο Σταύρος. Εγώ ανασηκώνω τους ώμους χωρίς να μιλήσω και βουτάω στο νερό. Αμέσως το καυτό δέρμα μου δροσίζεται καθώς κολυμπώ κατά μήκος της πισίνας και κλείνω τα μάτια ευχαριστημένη. Όταν πλεόν δεν έχω ανάσα κολυμπώ προς τα πάνω και στηρίζομαι στο πλαϊ όπου μπορώ να τοποθετήσω τα χέρια μου.

"Είδες; Επειδή με πίεσες, έμεινα", ακούω τη φωνή του Σταύρου να πλησιάζει και χαμογελάω στην δικαιολογία του.

"Είναι πολύ ωραία...", λέω και εκείνος συμφωνεί μαζί μου χωρίς να προσθέσει κάτι.
Και οι δύο ατενίζουμε το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, τα λευκά όλων των μηκών καραβάκια να πηγαίνουν και να έρχονται, τους γλάρους να ψάχνουν τη λεία τους στον ορίζοντα. Καθώς τα βλέπω αυτά, συνειδητοποιώ ότι θα μου λείψει ο τόπος που μεγάλωσα, όλες αυτές οι ομορφιές, η ηρεμία και η φύση που κυριαρχούσε πάντα στην όψη μου.

"Δεν πάμε έξω σιγά σιγά, θα φύγουμε σε λίγο", η φωνή του Σταύρου με επαναφέρει στην πραγματικότητα, γνέφω και βγαίνουμε από την πισίνα. Καθώς πλησιάζω στην ξαπλώστρα, το μάτι μου έπεσε σε δύο αγόρια τα οποία κάθονταν στο μπαρ. Ο ένας φορούσε μαύρο μαγιώ και ο άλλος γαλάζιο. Δεν τους είχα ξαναδει ποτέ εδώ και μου κίνησαν το ενδιαφέρον.

"Νάντια;" , λέω διαστακτικά σε εκείνην. Αυτή ανοίγει τα μάτια της λυπημένη που την ενόχλησα.

"Τι;", γρυλίζει και ξανακλείνει τα μάτια της.

"Ποιοί είναι αυτοί εκεί στο μπαρ;" , ψιθυρίζω και την σκουντάω απαλά για να ξανανοίξει τα μάτια της. Εκείνη σηκώνεται σε σχήμα ορθής γωνίας και κοιτάει διακρτιτικά προς το μπαρ. Τα μάτια της γουρλώνουν απευθείας, γυρίζει προς εμένα και ανασηκώνει τους ώμους της με απορία.

Πάθος ή Λάθος?(Ολοκληρωμενη)Where stories live. Discover now