« Η επιστροφή»

195 19 0
                                    


    Τον κοιτούσα καθώς χανόταν μέσα στα δέντρα. Δεν μπορούσα να μάθω τίποτα παραπάνω. Ο Άντριαν δεν ήθελε να μου μιλήσει άλλο και ήταν φανερό. Στράφηκα προς την μεριά του σπιτιού μου. Άρχισα να προχωρώ ακολουθώντας την διαδρομή για το σπίτι μου από μνήμης. Ένιωθα χαμένη. Χιλιάδες σκέψεις και ερωτήματα φώλιαζαν στο μυαλό μου. Δεν είχα μάθει τίποτα, για τον λόγο που μου επιτέθηκαν, ή για τον Άντριαν. Την επόμενη φορά που θα συναντιόμασταν όμως θα τον πίεζα να μου πει τα πάντα. Δεν ήξερα αν μπορούσα να πω σε κανέναν τι μου συνέβη και αν θα με πίστευε κανείς...

Με τις σκέψεις μου να με βασανίζουν δεν κατάλαβα πότε έφτασα στην πίσω αυλή του σπιτιού μου. Σταμάτησα για να σκεφτώ πως θα μπορέσω να μπω στο σπίτι δίχως να ξυπνήσω την μητέρα μου. Ήταν πολύ νωρίς και η μαμά μου τις Κυριακές αργεί να ξυπνήσει. Πήρα λοιπόν την απόφαση...

Μπήκα μέσα και με αργά και ήσυχα βήματα, ανέβηκα στον δεύτερο όροφο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό μου. Μπήκα μέσα και κλείδωσα την πόρτα. Εκεί όμως που νόμιζα πως είχα τρυπώσει στο σπίτι χωρίς να γίνω αντιληπτή, χτύπησε η πόρτα.

Η φωνή της μαμάς μου ακούστηκε δυνατά.

- «Βαλεντίνα! Έλα κάτω. Ώρα για πρωινό!»

Μάλλον τελικά δεν είχε καταλάβει ότι έλειπα όλη την νύχτα... Εξάλλου όταν πήγα την Λούση βόλτα εκείνη κοιμόταν...

- « Έρχομαι σε λίγο μαμά.»

- « Εντάξει. Βιάσου!»

Μπήκα γρήγορα στο μπάνιο του δωματίου μου. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη ένιωσα μεγάλη ανακούφιση που δεν με είδε η μαμά μου σε αυτήν την κατάσταση.

Ήμουν αναμαλλιασμένη, είχα λίγο αίμα στο μάγουλο και ένα σκίσιμο στο φρύδι. Κοιτάζοντας βέβαια την συνολική εικόνα μου, έφριξα. Τα ρούχα μου, εκτός την μπλούζα του Άντριαν, ήταν λερωμένα. Το δέρμα μου ήταν βρώμικο με λάσπη και αίμα και το στόλιζαν πολλές μικρές πληγές. Το κερασάκι όμως σε όλα αυτά ήταν η πρόχειρα δεμένη πληγή στα πλευρά μου. Για καλή μου τύχη δεν ήταν εμφανής, άρα δεν είναι και στα πράγματα που πρέπει να εξηγήσω σε όποιον με δει.

Έκανα ένα γρήγορο μπάνιο και έβαλα καθαρά ρούχα. Έδεσα την πληγή μου με έναν καθαρό επίδεσμο και έβαλλα μπόλικο μέικ- απ, για να καλύψω τις μελανιές, που μου είχε χαρίσει το προηγούμενο βράδυ.

Κατέβηκα ήσυχα τις σκάλες, με προορισμό την κουζίνα. Φτάνοντας έξω από την πόρτα της κουζίνας η μυρωδιά του πρωινού με χτύπησε στην μύτη. Ένιωσα το στομάχι μου να χορεύει, αφού ήταν πλέον έντεκα η ώρα και δεν είχα φάει από χτες το πρωί. Μπήκα στην κουζίνα και έκατσα στο τραπέζι. Η μητέρα μου καθώς άφηνε μπροστά μου ένα ποτήρι χυμό με κοίταξε παράξενα.

- « Πού ήσουν παιδί μου τόση ώρα ; Και τι είναι αυτό ;» ρώτησε δείχνοντας το σκίσιμο που είχα στο φρύδι.

- « Έκανα μπάνιο και αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας απροσεξίας μου!»

- «Έλεος παιδί μου. Πώς τα κατάφερες;»

- « Να ...εεε... λοιπόν... καθώς έβγαινα από το μπάνιο γλίστρησα και χτύπησα στο κομοδίνο .»

Δεν φαινόταν να με πιστεύει. Η δικαιολογία ήταν γελοία και το ήξερα, αλλά δεν είχα χρόνο να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Η συζήτηση, φανερά, δεν είχε τελειώσει...

- « Πώς τα καταφέρνεις πάντα; Μοιάζει λες και χτύπαγες το κεφάλι σου σε μια πέτρα.»

- « Όχι ρε ,μαμά. Τι λες τώρα;... Απλά νύσταζα και ...τα υπόλοιπα τα βλέπεις.» 

Έτσι έληξε η συζήτηση. Το καλό με την μαμά μου είναι πως καταλαβαίνει πότε δεν θέλω να μιλήσω άλλο για κάτι. Μπορεί μάλιστα να επέθεσε πως απλά ντρεπόμουν για την απροσεξία μου.

...

M/��x6M

Blood's MagicWhere stories live. Discover now