***Άννα***
Αφού έβαλαν όλες τις τσάντες μέσα στο αμάξι ήρθαν να με πάρουν.
Τ.-Έλα Άννα πάμε...
Αν.-Κλειδιά πήρες;
Τ.-Ναι σε περίπτωση που τύχει κάτι...
Αν.-Ωραία πάμε...
Με την βοήθεια της κατέβηκα τα σκαλιά κι βγήκα έξω...
Με έβαλαν να καθήσω στο πίσω κάθισμα...
Ξεκινήσαμε....
Αν.-Τώρα πάμε στο σπιτάκι έτσι...
Τ.-Ναι να δούμε κι τι θέλεις να πάμε να το πάρουμε απο το σούπερ...
Αν.-Ευχαριστώ πολύ κι εσένα Μαρία...
Μ.-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς για τίποτα χαρά μου.
Μετά σιωπή.
Δεν ήξερα τι να κάνω...τι να πω....να μιλήσω;;;....όποιος άλλος αν ήταν μέσα στο αμάξι θα κοιτούσε έξω κι θα βυθιζόταν στις σκέψεις του. Εγώ όμως που να κοιτάξω κι αν κοιτάξω τι θα δω;; Σκοτάδι... Αυτό βλέπω μια ζωή.... Βυθίζομαι στις σκέψεις μου...
Θα προσπαθήσω. Θα σταματήσω να κλαίω για το πως είμαι. Ότι έγινε έγινε δεν μπορώ να αλλάξω κάτι. Με το κλάμα δεν καταφέρνω κάτι απλά νιώθω χειρότερα. Μόνο η εγχείρηση αν πάει καλά θα ξανά δω..
Εγχείρηση....
Κι αν πάει κάτι στραβά...
Όχι..
Όλα αυτά είναι αρνητικές σκέψεις που απλά με στεναψωρούν....
Αναρωτιέμαι τώρα τα κορίτσια τι σκεύτονται...
Τ.-Τι σκεύτεσαι;;
Με ρωτάει η Τάνια. Καλά θα τρελαθώ με αυτό το κορίτσι είναι σαν να είναι στο μυαλό μου όλη την ώρα. Πως ξέρει τι θα πω...
Βασίκα η αλήθεια είναι πως λένε ότι τα ξαδέρφια έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Τ.-Άννα;
Αν.-Σκεύτομαι αν θα τα καταφέρω με όλα αυτά ξες....
Τ.-Μάλιστα.
Κι πάλι σιωπή. Δεν μου πολύ αρέσει. Το μόνο που βλέπω είναξ σκοτάδι κι η σιώπη είναι αυτή που το χειροτερεύει. Αλήθεια φαντάζομαι πως θα ήταν αν έβλεπα. Θα άλλαζε τίποτα ή όλα θα ήταν ξανα χάλια. Μάλλον θα άλλαζε.. όπως κι να έχει πρέπει να κάνω υπομονή. Να προσπαθήσω. Κι αν δεν τα καταφέρω ξανά κι ξανά.
Ξανα κι ξανά...
Γελάω. Να προσπαθώ ξανά κι ξανά. Τα πάντα περίπου στην καθημερινή ζωή μου θυμίζουν εκείνον..
Τον πατέρα μου...
Είχα προσπαθήσει να βάλω νερό μόνη μου.
Τότε τα ματάκια μου έτσουζαν... Η κατάσταση μου δεν ήταν τόσο απαίσια έβλεπα τότε κι είχα πιθανότητες να βλέπω κανονικά.
Καθώς έπιασα το ποτήρι μου γλύστρισε από τα χέρια κι έπεσε κάτω.
Τρόμαξα τόσο πολύ που έπεσα κι εγώ. Τα χέρια μου μάτωσαν.
Οι γονείς μου ήρθαν τρέχοντας στην κουζίνα.
Η μαμά μου μου τσίριζε..
Μ.-ΑΦΟΥ ΘΕΣ ΝΕΡΟ ΦΩΝΑΞΕ ΕΜΑΣ ΝΑ ΣΟΥ ΒΑΛΟΥΜΕ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΤΑ ΓΥΑΛΙΆ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ...
Έβαλα τα κλάματα όχι μόνο επειδή μου φώναξε, αλλά γιατί πονούσαν τα χέρια μου...
Μπ.-Μην τις φωνάζεις.. προσπάθησε...τωρα συμμαζεψε όλα αυτα τα κομμάτια...
Μ.-Πες μου κιόλας οτ-
Μπ.-Φτάνει είπα..
Την διακόπτει... στρέφει το βλέμμα του σε εμένα μου ανοίγει τα χέρια κι γονατίζει...
Μπ.-Ένα εδώ
Μου λέει κι τρέχω στην αγκαλιά του..
Με σηκώνει κι πηγαίνουμε στο τζάκι. Με βάζει να κάτσω σε μια πολυθρόνα. Το βλέμμα μου οηγαίνει στην φωτιά. Τόσο υπέροχη. Είναι πολύ όμορφη. Πως αυτό το τόσο υπέροχο πράγμα μπορει να κάνει κακό στο άνθρωπο... είναι θωλά δεν φαίνεται κι τόσο καθαρά πλησιάζω το κεφάλι μου πιο κοντα να την δω καλύτερα...
Μπ.-Όχι τόσο κοντά θα καεις...