κεφαλαιο 25

45 9 8
                                    

**Κ.Κατερίνα** (είναι η μητέρα της Άννας)

Τεντώνω τα χέρια μου κι κοιτάζω δίπλα μου. Ο Μάρκος μου κοιμάται σαν άγγελος.

Αχ δεν θέλω καθόλου να πάω σπίτι.

Δεν λέω αγαπάω πολύ την κόρη μου αλλά από τότε που πέθανε ο πατέρας της έχω κλιστεί μαζί της. Είναι σαν να μην έχω καθόλου κοινωνική ζωή. Θέλω να προχωρήσω. Κι ο Μάρκος μου νοιάζεται πολύ για εμένα κι δεν θα του φορτωθώ με τίποτα την κόρη μου. Κάνω τα πάντα όμως για να μην με καταλάβει η Άννα. Σιγά μην έχει ελπίδες να ξανά δει. Τι να κάνουμε; Είναι άτυχη.

Μ.-Ξύπνησες μωράκι μου;

Κ.-Ναι Μάρκο μου.

Θα μπορούσα να είμαι έτσι ευτυχισμένη με αυτόν που αγαπώ. Κι την κόρη μου αγαπώ δεν λέω απλά έχω κουραστεί πολύ.Είναι σαν να έχω ένα τρίχρονο κι να μην μεγαλώνει ποτέ. Με τον καιρό βαριέμαι κι να την βλέπω..

Δεν λέω είναι ακόμα το παιδί μου αλλά.... έλεος.

Αν και δεν είναι κι τόσο έξυπνη την πείθω εύκολα. Δεν θέλω να φύγω χθες πέρασα υπέροχα κι είναι κρίμα για μένα να χαλάσει όλο αυτό. Στο κάτω κάτω σε λίγο θα γίνει ενήλικη οπότε πρέπει να φύγει από το σπίτι να κάνω κι εγώ την ζωή μου.

Μ.-Μείνε κι σήμερα σπίτι μωρό μου..

Χμμμμ οκέυ θα μείνω. Αλλά θα πάω απο το σπίτι να δω την κόρη μου να της κάνω κάτι να έχει να φάε κι θα ξανά φύγω..

Κ.-Ναι Μάρκούλη μου μόνο θα πεταχτώ πέντε λεπτάκια στο σπίτι μου ίσα ίσα για να πάρω λίγα ρουχαλάκια.

Μ.-Μπορώ να σε πάω εγώ..

Κ.-Όχι καλέ σιγά μην σου είναι κόπος.

Φάγαμε πρωινό. Και τι δεν είχε το τραπέζι. Αχ αυτή είναι ζωή. Κι το σημαντικότερο δεν θα χρειαστεί καν να κουράζομαι. Έχουμε υπηρέτριες οπότε όλα καλά ούτε θα δουλεύω ούτε θα νταντεύω την κόρη μου.

Αποχαιρετώ τον Μάρκο μου κι μπαίνω στο αυτοκίνητο. Πόσο πολύ βαριέμαι να πάω σπίτι...

....

Παρκάρω κι βγαίνω απο το αμάξι. Καθώς πλησιάζω την πόρτα κι τοποθετώ το κλειδί στην κλειδαριά για να ξεκλιδώσω παρατηρώ ότι είναι κλειδωμένα κι μάλιστα πολλές φορές.

Μόλις μπαίνω μέσα. Δεν ακούγεται τίποτα. Σαν να μην είναι κανένας εδώ.

Μάλλον θα κοιμάται ή θα είναι με τον φίλο της.

Είναι τρεις..αποκλείεται να κοιμάται.

Την παίρνω τηλέφωνο. Πφφφφ κλειστό.

Ανεβαίνω σιγά σιγά τα σκαλιά κι παίρνω ενα σακ βουαγιάζ κι βάζω ρούχα μέσα. Κάτι δεν πάει καλά. Ούτε τηλέφωνο δεν με πήρε.

Μάλλον θα κοιμάται.

Κατεβαίνω κάτω κι με παίρνει τηλέφωνο ο Μάρκος. Το σηκώνω.

Μόλις το κλίνω αναρωτιέμαι γιατί δεν βγήκε η Άννα από το δωμάτιο της. Σίγουρα μίλησα αρκετά δυνατά για να ακούσει κάτι.

Ανεβαίνω προσεκτικά της σκάλες. Ακουμπάω το κεφάλι μου στην πόρτα. Δεν ακούγεται τίποτα.

Ανόιγω σιγά σιγά τα μάτια μου. Δεν είναι στο κρεβάτι της. Πλησιάζω στο μπάνιο της μήπως είναι μέσα. Αλλά αυτό που αντικρίζω με σοκάρει.

Όχι μόνο δεν είναι στο μπάνιο αλλά λείπουν κι τα πράγματά της.

Τρέχω γρήγορα προς την ντουλάπα.

Όλα τα ρούχα της λείπουν.

Τι στο καλό;!;!;!;

Blind LoveWhere stories live. Discover now