Part 4

6.2K 401 18
                                    

Πάνω ο Alex

Alex's POV

Το απόγευμα ήταν ζεστό. Σχεδόν κανένας δεν κυκλοφορούσε στην πόλη. Τα περισσότερα μαγαζιά ήταν κλειστά όχι όμως και οι τράπεζες. Ήταν η κατάλληλη μέρα για ληστεία. Όλοι περιμέναμε τον Mark που είχε πάει σαν πελάτης στην τράπεζα. Καθόμασταν μέσα στο φορτηγάκι και περιμέναμε.

Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και ο Mark μπήκε μέσα. Γύρισε προς τα πίσω και άρχισε να μας  εξηγεί τις θέσεις των φρουρών ασφαλείας αλλά και των καμερών. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Φορέσαμε τα γάντια μας και τις χαρακτηριστικές μάσκες της συμμορίας μας και πήραμε τα όπλα μας. Εκτός από τα χρήματα που θα παίρναμε από την τράπεζα, θα θέλαμε και την φήμη. Βγήκα πρώτος από το φορτηγάκι και ακολούθησαν και οι άλλοι. Μπήκαμε γρήγορα στην τράπεζα και εξουδετερώσαμε τους φρουρούς. Πυροβόλησα τις κάμερες, για τις οποίες τις θέσεις μας είχε ενημερώσει ο Masaru από το ακουστικό, και πήγα μπροστά στην κοπέλα που δούλευε ως ταμίας. 

-Δώσε μου ότι λεφτά έχει η τράπεζα, τώρα!

Δεν κουνήθηκε. Απλώς με κοιτούσε τρομοκρατημένη.

-ΕΙΠΑ ΤΩΡΑ!, φώναξα σημαδεύοντας την με το εννιάρι όπλο μου. Αυτό την έκανε να ξεπαγώσει και να εκτελέσει την προσταγή μου.

Η κοπέλα έφερε όσα χρήματα είχε η τράπεζα σε χαρτονομίσματα, φυσικά. Ο Michael την οδήγησε με τους άλλους ομήρους μέσα στο χρηματικιβώτιο της τράπεζας. Πυροβολήσαμε για μια ακόμη φορά και φύγαμε γρήγορα από εκεί. Γυρίσαμε σπίτι με τον θρίαμβο του νικητή. Κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί μας. Ακόμα και η αστυνομία μας φοβόταν. Επτά άντρες κάτω τον εικοσιπέντε, κανείς δεν τολμούσε να μας σταθεί εμπόδιο. Ήμασταν οι ''Black Dragons''.

Με το που φτάσαμε σπίτι πήγα αμέσως στο δωμάτιο μου. Έβγαλα τη μάσκα και πήγα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βλαστήμησα. Σαν να βλέπω τον πατέρα μου, σκέφτηκα και έφυγα από το δωμάτιο μου.

Ο πατέρας μου ήταν ακόμη χειρότερος από εμένα. Μαφιόζος. Ο πιο γνωστός στην Αμερική. Όλοι τον κυνηγούσαν, όλοι ήθελαν να γίνουν μέλη της οργάνωσής τους. Από τα δεκαεφτά του ξεκίνησε με μια συμμορία, καλή ώρα σαν και μένα. Σταδιακά απέκτησαν και άλλα μέλη και έγινα ο τρόμος και ο φόβος της Ν.Υόρκης. Το μεγαλύτερο αφεντικό της μαφίας ήταν αυτός. Είχε πολλούς εχθρούς αλλά δεν φοβόταν κανένα αφότου απέκτησε τον έλεγχο της Ν.Υ. Όμως, μετά από ένα διάστημα ένιωσε μόνος του. Ήθελε κάποιον δίπλα του. Μια γυναίκα. Έτσι μια μέρα που είχε βγει για φαγητό με τους πιο έμπιστους του συνεργάτες, συνάντησε τη μητέρα μου. Ήταν η σερβιτόρα τους στο μαγαζί που είχαν πάει. Ο πατέρας μου, νέος ακόμα, παρασύρθηκε από την ομορφιά της μητέρας μου και άρχισε να πηγαίνει συχνά στο μαγαζί που δούλευε. Η μητέρα μου, μετά από λίγες επισκέψεις στο εστιατόριο, κατάλαβε ότι ερχόταν για εκείνη και άρχισε να τον προσέχει. Σε έναν μήνα άρχισαν να βγαίνουν. Ο πατέρας μου δεν της είπε ποιος ήταν γιατί ήξερε πως αν το έκανε αυτό, θα την έδιωχνε μακριά του. Μια μέρα ,όμως,που τους επιτέθηκαν, αναγκάστηκε να της πει το πραγματικό του όνομα, ποιος πραγματικά ήταν. Ένα καθίκι, ένας μαφιόζος. Η μητέρα μου στην αρχή φοβήθηκε και απομακρύνθηκε από κοντά του, αλλά ήταν ήδη ερωτευμένη με τον πατέρα μου και δεν ήθελε να τον αφήσει. Παντρεύτηκαν μετά από έναν χρόνο. Ήταν μεγάλος γάμος με τα πιο ισχυρά αφεντικά της μαφίας να είναι καλεσμένα. Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκα εγώ. Μεγάλωσα με σκοπό να γίνω το επόμενο αφεντικό. Η μοίρα όμως τα έφερε έτσι που να χάσω τη θέση μου. Οι συνεργοί του  του πατέρα μου, οι πιο έμπιστοι του φίλοι, τα άτομα που εμπιστευόταν περισσότερο από τον καθένα, του γύρισαν την πλάτη. Τον σκότωσαν, του πήραν τα πάντα. Ακόμα και τη μητέρα μου απείλησαν να σκοτώσουν. Τη λυπήθηκαν όμως, λόγω της ύπαρξης μου. Είχα μόλις κλείσει τα επτά όταν έγιναν όλα αυτά. Με πήρε και ήρθαμε εδώ στην Βιρτζίνια.

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλα μου και τα σκούπισα απότομα. Δεν ήθελα να με δουν οι άντρες μου να κλαίω. Στα μάτια τους θα φαινόμουν αδύναμος, ευάλωτος. Δεν το ήθελα αυτό. Εγώ είμαι δυνατός ,σκληρός.

Έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες. Πήγα στο σαλόνι και κάθισα σε μια πολυθρόνα. Τα αγόρια μετρούσαν τα χρήματα. Συνολικά ήταν 500.000$. Πολλά λεφτά. Καθίσαμε στο σαλόνι και παραγγείλαμε μπύρες και πίτσες. Οι πίτσες δεν είχαν έρθει ακόμα, έτσι άνοιξα την τηλεόραση στο δελτίο ειδήσεων. Μιλούσαν για την ληστεία στην τράπεζα και για εμάς. Χαμογέλασα. Ο κόσμος θα έπρεπε να μας φοβάται. Φώναξα τα παιδιά για να δουν και αυτοί το δελτίο. Λίγη ώρα αργότερα, το κουδούνι χτύπησε. Ο Andrew σηκώθηκε για να πληρώσει και να πάρει τη παραγγελία μας. Επέστρεψε στο σαλόνι φορτωμένος με τις πίτσες και τις μπύρες. Άφησε τα κουτιά στο τραπέζι και αρχίσαμε να τις κατασπαράζουμε. Κοίταξα έξω από το παράθυρο τον μαύρο ουρανό και θυμήθηκα την μητέρα μου που είχα βδομάδες να την δω.


Maddie's POV

Είχα φοβηθεί από το δελτίο ειδήσεων χθες το βράδυ.Οι "Black Dragons" είχαν ξαναχτυπήσει. Τους τρεις μήνες που έμενα εδώ είχαν κάνει την εμφάνισή τους πάρα πολλές φορές. Αρχικά είχαν χακάρει μια πολυεθνική, μετά έκαψαν ένα μαγαζί και τώρα έκλεψαν μια τράπεζα. Μετά τι; Παρόλα αυτά πήγα στη δουλεία. To Virginia's Cakes ήταν το μόνο μέρος που θα μπορούσε να είναι ασφαλές από ληστές και συμμορίες.Τι θα έκλεβαν, γλυκά; Γέλασα με τον εαυτό μου. Γινόμουν παράλογη και το ήξερα. Στην Νέα Υόρκη, που έμενα πριν, εγκλήματα σαν και αυτά και χειρότερα συνέβαιναν σχεδόν κάθε μέρα. Δεν θα έπρεπε να φοβάμαι.Το Ρίτσμοντ ήταν μια σχετικά ήσυχη πόλη. Συνέχισα να σερβίρω τους πελάτες, όταν το κουδουνάκι της πόρτας χτύπησε δείχνοντας έτσι πως ένας καινούργιος πελάτης μπήκε στο μαγαζί. Ο Jacob μου είπε να τον αναλάβω εγώ. Προχώρησα προς το μέρος του και χαμογέλασα.

-Τι θα πάρετε κύριε;

-Ένα μέτριο latte και ένα κέικ σοκολάτας με γέμιση βατόμουρο, είπε και γύρισε να με κοιτάξει αφήνοντας κάτω τον κατάλογο.

-Πολύ ωραία θα επιστρέψω σε λιγάκι, είπα και έφυγα για να πω την παραγγελία του στην Chloe.

Επέστρεψα μετά από λίγο και άφησα τον καφέ και το κέικ μπροστά του στο τραπέζι. Δεν κάθισε πολύ. Έφαγε γρήγορα και έφυγε αφήνοντας μου πουρμπουάρ 50$. Πρέπει να ήταν πολύ γενναιόδωρος ή απλά ηλίθιος για να δίνει τόσο λεφτά έτσι. Τέλος πάντων, η βάρδια μου τελείωσε στις εφτά και έφυγα μαζί με τον Jacob και την Chloe για να πάμε να δούμε ταινία στο σπίτι μου.

Περάσαμε πολύ ωραία, ως την ώρα που έπρεπε να φύγουν. Τους χαιρέτησα και ανέβηκα τις σκάλες για το δωμάτιό μου. Έπεσα με τα μούτρα πάνω στο κρεβάτι μη μπορώντας να κρατήσω άλλο τα μάτια μου ανοιχτά.



Vote,comment and like :)

DANGEROUS SERIES:Επικίνδυνοι Απαγωγείς (rewritten)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora