-Θέλω να χωρήσουμε.
-Τι;
-Θα φύγω για Αυστραλία. Να μείνω με τον πατέρα μου για λίγο καιρό.
Μου είρθε κεραμίδα, αυτό ήταν το μόνο πράγμα που δεν περίμενα να μου πει. Του άφησα το χέρι και συνέχισα να τον κοιτάω με ένα βλέμμα που ούτε εγώ δεν μπορώ να προσδιορίσω...
-Θες να χωρήσουμε.
-Είναι μόνο για το καλό μας. Δεν μπορώ να σε βλέπω να κλαίς και να πληγ—
-Αν με αφήσεις θα κλαίω! Από που και ως που το αποφάσισες αυτό μόνος σου;
-Έλα μην φωνάζεις!
-Ότι θέλω θα κάνω! Θα φωνάζω, θα κλαίω και θα χτυπιέμαι! Δεν μου είσαι τίποτα πλέον.
Είπα και άρχισα να τρέχω μακριά του καθώς ένιωθα τα καυτά δάκρια να κυλούν στα μάγουλά μου. Τι μεγάλος βλάκας, γιατί τον ερωτεύτηκα; Γιατί τον εμπιστεύτηκα; Πριν λίγο είπε πως με αγάπησε πιο πολύ από το οτιδήποτε τι άλλαξε τώρα; Έκανε το κέφι του και τώρα το σχολάμε; Ηλίθια και εσύ τον πίστεψες.
Έφτασα σπίτι και μπήκα μέσα χωρίς να μιλήσω, έτρεξα στην κρεβατοκάμαρά μου και άρχισα να πετάω τα πράγματά του από το δωμάτιό μου στο διάδρομο. "Άι στο διάολο!" φώναξα καθώς πέταξα τα τελευταία αντικείμενα. Κλείδωσα την πόρτα και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου, έκλαιγα με λιγμούς και δεν μπορούσα να σταματήσω. Μπήκα στο ντουζ και άνοιξα το νερό, άρχισα να πλένομαι με μανία. Όπου με έχει αγγίξει, όπου έχουν αγγίξει αυτά τα χείλη και χέρια. Δεν άντεξα γονάτησα ακουμπώντας τα χέρια μου στον τοίχο, συνέχισα να κλαίω καθώς το νερό κυλούσε στους όμους και στο υπόλοιπό μου σώμα. "Γιατί ρε Άλεξ γιατί;" είπα σιγανά μέσα από τους λιγμούς μου.
[...]
Ξάπλώνοντας στο κρεβάτι κοιτούσα το ταβάνι. Το δωμάτιο είχε γίνει αχούρι, τα σεντόνια και τα μαξιλάρια στο πάτωμα, όπως και τα ρούχα μου. Το στρώμα είχε ακόμα την μυρωδία του και δεν ξέρω αν ήθελα να συνεχίσω να το μυρίζω ή να σηκωθώ και να βγω στο μπαλκόνι. Μπορεί κάποιος να με πει υπερβολική ή δεν ξέρω τι αλλά με καταράκωσε αυτό. Ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου, ότι ήξερα γνωστό χάθηκε και δεν—δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Ακόμα δεν ξέρω... Όταν έμαθα για την μαμά ήταν εκείνος που μου στάθηκε, τόσο καιρό τον πίστευα δικό μου.
--Άλεξ P.O.V—Όταν την είδα να σηκώνεται και να φωνάζει μπορώ να πω πως πανικοβλήθηκα. Δεν περίμενα να αντιδράσει έτσι, ίσως να έκλεγαι αλλά να ξεσπάσει έτσι όχι. Ίσως δεν έκανα καλά... Αλλά από την άλλη αν έμενα θα την πλήγωνα περισσότερο, έτσι θα είναι καλύτερα θα μπορέσει να προχωρήσει. Έφυγε τρέχωντας για το σπίτι, ήθελα να τρέξω από πίσω της να την αγκαλιάσω και να της ζητήσω συγνώμη. Ένας Θεός ξέρει πως συγκράτησα τον εαυτό μου. Περίμενα λίγο και μετά έφυγα και εγώ για το σπίτι, όταν μπήκα μέσα την άκουγα να φωνάζει. Η γαγιά της με κοιτούσε παραξενεμένη και είχε ένα τρομαγμένο ύφος στο πρόσωπό της. "Τι έγινε; Τι έπαθε η Άβα;" με ρώτησε και εγώ της εξύγησα μου πρότεινε να φύγω για λίγο αλλά εγώ επέμινα να μείνω. Ανέβηκα στον πάνω όροφο και στάθηκα έξω από την πόρτα της, άκουγα την αναπνοή της ήταν βαριά και έκλαιγε. Την πλήγωσα ρε γαμώτο τι μ@λ@κίες για το καλύτερο κάθομαι και λέω, αλλά όχι. Μάζεψα τα πράγματά μου που ήταν πεταμένα στο διάδρομο και μπήκα στο δωμάτιό μου, πήρα ένα κομμάτι χαρτί και άρχισα να γράφω.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα και το άφησα κάτω από την πόρτα της, έφυγα και πήγα στο σπίτι του Μάρκου μέχρι να είναι η ώρα για την πτήση μου. Τρείς το μεσημέρι, τότε θα φύγω για τα καλά.
--Άβα P.O.V—
Το πρωί ξύπνησα χάλια, δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Όταν πλέον σηκώθηκα και είχα ντυθεί και πλυθεί κοντοστάθηκα στην πόρτα σκεπτόμενη αν πρέπει να βγω ή όχι. Τι αν είναι στην κουζίνα; Τότε τι κάνω; Ακούμπησα το κεφάλι μου στην πόρτα και είδα ένα φάκελο στο πάτωμα, τι είναι πάλι αυτό; Το σήκωσα και κοίταξα αυτα που έγραφε απ' έξω. Από τον Άλεξ. Δεν θα το διαβάσω... Το έχωσα μέσα σε ένα ντουλάπι και κατέβηκα κάτω για πρωινό. Είμαι σίγουρη ότι λέει βλακείες ότι λυπάται και πως δεν μου εξίζει να με ξεφορτωθεί θέλει. Αλλά εγώ δεν μασάω, δεν θα κλάψω άλλο για αυτόν. Έφαγα πρωινό και πήρα τα πράγματά μου για να βγω μια βόλτα έξω. Την Χρύσα θα πάρω.
-Χρύσα μου!
-Έλα αγάπη έχεις να πάρεις δύο μέρες.
-Ξέρω...
-Οχ τι έγινε πρόβλημα;
-Ο Άλεξ με παράτησε φεύγει για Αυστραλία.
-Με δουλεύεις!
Αφού της εξήγησα πως έχει το πράγμα και έκλαψα στο τηλέφωνο πήρα τους γονείς μου αλλά δεν απάντησαν ίσως είναι βράδυ εκεί και κοιμούνται. Αφού περιπλανήθηκα λίγο στο δρόμο γύρισα σπίτι λες και είχα τίποτα να κάνω. Η κολλητή μου μετακόμισε στην Αγγλία, οι γονείς μου είναι Αμερική στα νοσοκομεία και ο Άλεξ που δεν ξέρω τι στο καλό μου είναι πλέον... Με παράτησε. Και σε λίγο ανοίγουν τα σχολεία καινούριο βάσανο...
------------------------------------------
Δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω... Νομίζω το παρτ τα λέει όλα μόνο του.
YOU ARE READING
Because I love you Stupid
Teen Fiction~I only hate you because I love you.~ -Με έχεις ερωτευτεί. -Στα όνειρά σου. -Και εγώ σε έχω ερωτευτεί. -Μην μιλάς! -Σαγαπώ. ...