|Κεφάλαιο 4|

4.8K 340 223
                                    

«Γειά» ακούω την γνώριμη βαθιά φωνή του Έρικ του τρομερού και σταματάω να περπατάω. Τι θέλει τώρα ο playboy; Μια φορά χωρίς να δω τα μούτρα του δεν γίνεται;

Βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι θέλει να μου σπάσει τα νεύρα.

«Κι αντίο» κανω κίνηση να φύγω αλλά μου κόβει την φόρα, βάζοντας το σώμα του μπροστά μου. Γαμώτο.

«Γιατί με γειώνεις έτσι, μωρό μου;» ρωτάει με ένα ψευτολυπημένο υφος που δεν με πείθει και μου έρχεται να του δώσω μία ξανάστροφη στη μάπα του. Ξεφυσάω εκνευρισμένη κι υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. Ήμαρτον, Θεέ μου, τι αμαρτίες πληρώνω; Επειδή όταν ήμουν 16 βλαστήμησα για πρώτη φορά πρέπει να τιμωρηθώ έτσι; Αφού ορκίστηκα ότι δεν πρόκειται να ξανά βρίσω τα Θεία, εσύ γιατί μου στέλνεις τον Έρικ να με βασανίζει; Μήπως είναι κάποιο είδος δοκιμασίας αν είμαι καλή χριστιανή; Με αυτόν να με ενοχλεί θα παραβώ την εντολή ού φονεύσεις και όλο το δίκιο θα είναι με το μέρος μου!

«Γιατί δεν έφαγα φρούτοκρεμα κι έχω νεύρα» ειρωνεύτηκα με τα χέρια στηριγμένα στη λεκάνη. «Κάνε λίγο στην άκρη να φύγω από δίπλα σου, με κολλάς μαλάκινση και δεν γιατρεύεται» συνέχισα και στο πρώτο βήμα αισθάνομαι το χέρι του τυλιγμένο στο μπράτσο μου. Και μόνο στην ιδέα τι έχει πιάσει αυτό το χέρι αναγουλιάζω, ίσως θα πρέπει να κάνω ολική απολύμανση με μπενταντίν όταν φτάσω στο σπίτι.

Φημίζεται πως το στέκι του είναι οι τουαλέτες. Αμάν πια αυτά τα αγόρια, ο νους τους στο σεξ εικοσιτέσσερις ώρες το 24ωρο. Ή μάλλον όχι, είκοσι ώρες το 24ωρο, τις υπόλοιπες κοιμούνται.

Τραβάω βιαστικά το χερι μου και γελάει. Μαλάκα.

«Πέρνα» η φωνή του βγαίνει απαλή από το στόμα του και σταυρώνει τα μπράτσα του στο στήθος κοιτώντας με, με το γνωστό υφάκι "γαμάω και δέρνω, είμαι σέξυ και το ξέρω." Εδώ γελάνε και οι πέτρες.

Πάω να φύγω αλλά ξανά μπαίνει στον δρόμο μου. Αναστενάζω κουρασμένη που δεν με αφήνει στην ησυχία μου. «Γιατί μου κόβεις τον δρόμο, γαμώτο σου;» τσιρίζω κατακόκκινη από θυμό.

Προσπαθεί να πνίξει ενα στραβό χαμόγελο. Το απολαμβάνει να με τυραννάει γιατί δεν έχει με τι να γεμίσει το κενό της ζωής του. Κι ως γνωστόν ο μαλάκας την πληρώνει πάντα, δηλαδή εγώ. «Βλέπεις να σε εμποδίζω;» ρωτάει αθώα. Αχ και δεν σου πάει το αθώο. Είναι σαν να βλέπεις τον Σταλόνε να προσπαθεί να σε πείσει ότι είναι ένας αξιαγάπητος γερούλης με λίφτινγκ, ενώ είναι ίδιος ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες. Ο Φρέντυ Κρούγκερ ακόμα τρέχει να σωθεί.

Εκτεθειμένη Μπροστά Σου |Βιβλίο 1| (Σε Αναμονή) Where stories live. Discover now