|Κεφάλαιο 22 - μέρος 1ο|

4.4K 284 124
                                    


"Αυτά τα μάτια σου,
καίνε πιο πολύ κι απ' την φωτιά."

***


«Ροζούλα  μου, τι κάνεις εδώ στα πευκάκια;» ο ήχος της βαριάς φωνής του Έρικ, με απέσπασε από τις σκέψεις που κάλπαζαν σαν μανιασμένα ποδοβολητά αλόγου στο μυαλό μου. Χρειάζομαι ένα ντεπόν γιατί θα σπάσει το κεφάλι μου.

Σιχτήρησα μέσα από τα δόντια μου. Πουθενά δεν μπορεί κανείς να βρει λίγη ηρεμία.

Έστριψα το κεφάλι μου προς τα πίσω κοιτώντας τον πάνω από τον ώμο μου. Κοντόμανικο μακρύ μαύρο μπλουζάκι με την στάμπα των κόκκινων χειλιών των rolling stones, τζίν παντελόνι μαύρο, μποτάκια επίσης μαύρα κι ένα χοντρό σκουφάκι στο κεφάλι. Δεν κρυώνει αυτός Νοέμβρη μήνα; Τον βλέπω και τουρτουρίζω από το κρύο. Ποιος εγώ, που φοράω της Παναγιάς τα μάτια για να προφυλαχτώ από το φοβερό κρύο κι ακόμα κρυώνω.

«Σε περίμενα με λαχτάρα να έρθεις μανάρι μου» τον κοιτάω καθώς σταύρωσα τα απλωμένα πόδια μου καλύτερα στο πέτρινο σκαλοπάτι. «Άσε μας ρε Έρικ, δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες. Θέλω λίγη ηρεμία κι εσύ μου τεντώνεις τα νεύρα. Φύγε κι άσε με» ξεφυσάω κουρασμένα. Έρχεται κοντά και κατεβαίνει τα λίγα σκαλιά για να βρεθεί μπροστά  μου. Δένει τα μπράτσα του μεταξύ τους τονίζοντας τα γυμνασμένα ποντίκια και με παρατηρεί αμίλητα. Τι δεν καταλαβαίνει από τη λέξη φύγε; «Δεν κρυώνεις εσύ;» δεν αντέχω και ρωτάω.

Χαμογελά λοξά και ρουφάει από το τσιγάρο του. Σκέτο τσιγάρο, δεν είναι από το άλλο. «Όχι, είμαι θερμόαιμος άντρας εγώ» εδώ γελάμε. Φυσάει τον δηλητηριώδη καπνό μακριά και ακουμπά το πόδι του κοντά στα δικά μου. Στερεώνει το χέρι με το ποιο κρατάει το τσιγάρο και κλίνει την κορμοστασιά του προς τα εμπρός. «Να καθίσω μαζί σου;» τινάζει με στυλ τη στάχτη και στριφογυρίζω τα μάτια σαν το δαιμονισμένο κοριτσάκι του εξορκιστή. Επίδειξη μου κάνει; Και γιατί να καθίσει μαζί μου; Κάτι μαγειρεύει αυτός σίγουρα.

«Όχι»

«Ωραία, θα κάτσω» πετάει τη μισοτελειωμένη γόπα και την σβήνει πατώντας την. Γιατί κάθισε δίπλα μου το κέρατο μου το τράγιο; Ρούφηξα τον αέρα φουσκώνοντας τα μάγουλα μου, —θυμίζοντας το ψαράκι της Άριελ— έτσι που πόνεσε το στέρνο μου από την υπερβολική ποσότητα και ξεφούσκωσα σαν φυσαρμόνικα. «Τι έχεις;» ο ώμος του συγκρούεται με τον δικό μου.  Γυρνάω να τον κοιτάξω με επιφυλακτικότητα. Δεν θα με τουμπάρουν τα υπέροχα πράσινα μάτια σου και τα παχιά ροζ χείλη σου, κύριε.

Εκτεθειμένη Μπροστά Σου |Βιβλίο 1| (Σε Αναμονή) Donde viven las historias. Descúbrelo ahora