|Κεφάλαιο 10|

3.8K 320 105
                                    

«Τι-τι;» ρωτάω σε πλήρης σύγχυση με τον φόβο σχεδιασμένο στο κάτασπρο, σαν μάρμαρο, πρόσωπο μου. Όχι, αποκλείεται να το εννοεί... Θέλω να πω ότι... Είναι ο καθηγητής μου. Κάνω μεταβολή κι αισθάνομαι κάτι κρύο. Ο νιπτήρας. Αφήνω το βάρος μου πάνω του. Θεέ μου, δε μπορεί να είμαι τόσο θαρραλέα ώστε να τα βάλω μαζί του. Παραδέχομαι ότι έχει κάτι πάνω του που με αναστατώνει, αλλά δε ξέρω αν είναι φόβος ή κάτι άλλο... ή τίποτα.

Με κοιτάει περιμένοντας απάντηση. Στέκεται πάνω στη πόρτα και σκανάρει σε όλο μου το σώμα. Αυτό είναι τόσο άβολο που κοκκινίζω. Ξανά. Έχω χάσει το μέτρημα, πόσες φορές εχουν βαφτεί κόκκινα τα μάγουλα μου στη θέα του.

Γέρνει πλάγια το κεφάλι του. Και τι δεν θα έδινα για να μάθω τι σκέφτεται.

«Τι έγινε, μας έφυγε ο τσαμπουκας τώρα; Που πήγε η δυνατή, ενοχλητική φωνή σου; Κατάπιες τη γλώσσα σου, Ανακτόρου;» πασχίζει να χαμογελάσει αλλά τα σκληρά χαρακτηριστικά του δε μαλακώνουν. Χριστέ μου, γιατί τον προκάλεσα; Πήγα να μιλήσω αλλά με πρόλαβε. «Δεν αστειεύομαι. Βγάλτο να στο πλύνω, εδώ μπροστά σου!» φωνάζει έξαλλος και με πλησιάζει. Κάποια έξοδος κινδύνου δεν υπάρχει; Τι σόι πανεπιστήμιο είναι αυτό;

Απλώνεται δεξιά κι αριστερά από τη λεκάνη μου τα χέρια του εγκλωβίζοντας με εκεί. Το ύφος του είναι ανεξήγητο, με αποχαυνώνει, με μουδιάζει, παραλύει όλες τις ζωτικές λειτουργίες των σπλάχνων μου. Μαλθακώνει όλη μου την ύπαρξη και πάλι το γνωστό, μα συνάμα, αλλόκοτο ρεύμα ταξιδεύει σταθερά στις φλέβες μου και μία ευχάριστη προσμονή για να με αγγίξει, με κατακλύζει. Τι στο διάολο; Κολώνα της ΔΕΗ είμαι με τόσο ρεύμα να ρέει μέσα μου άφθονο;

Τα μάτια του λάμπουν κι η ανάσα του καίει σαν παχύρρευστη λάβα. Το βλέμμα του κατηφορίζει στο σημείο που ανεβοκατεβαίνει τρελαμενο το στήθος μου και το χρώμα στραγγίζει από το πρόσωπο μου, όταν τα δάχτυλα του ελέγχουν τον λεκέ από τον καφέ. Ε, όχι, ρε φίλε. Δεν το πιστεύω ότι συμβαίνει όντως αυτό.

Κρύβω τα χέρια μου πίσω στη μέση. Δεν θέλω να φανεί πως τρέμω.

Παίρνει λίγο χαρτί και το βρέχει αρχίζοντας να τρίβει τον λεκέ. Άφησα μία ανάσα. Ευτυχώς δεν το ξεκούμπωσε. Αυτό μου έλειπε τώρα. Να ορμήσει κανένας φοιτητής στη τουαλέτα, να μας κάνει τσακωτούς σε μια τόσο περίπλοκη στιγμή και να αρχίσει να διατυμπανίζει δεξιά και αριστερά ότι στριμώχνω τον νεοφερμένο καθηγητή στις τουαλέτες, προκειμένου να τσιμπήσω κανέναν καλό βαθμό. Όχι. Όχι! Θα εκτεθώ ανεπανόρθωτα, θα γίνω ρεζίλι, δεν θα έχω μούτρα να αντικρύσω κανέναν τους, ούτε καν τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Πρέπει να τον σταματήσω. Τώρα. Μα πως; Έχω παραλύσει ολόκληρη.

Εκτεθειμένη Μπροστά Σου |Βιβλίο 1| (Σε Αναμονή) Where stories live. Discover now