|Κεφάλαιο 30|

3.2K 169 124
                                    

Χριστόφορος

Η ανοιξιάτικη καταιγίδα σάρωνε την Αθήνα κι εγώ στέκομαι κάτω από την βροχή και λιώνω βασανιστικά αργά, παρακολουθώντας την να φεύγει πληγωμένη κι απογοητευμένη μακριά μου. Πριν λίγο την είχα εδώ μπροστά μου να μου φωνάζει για μια αγάπη που εγώ δεν ξέρω καν αν νιώθω. Ανάθεμα κι αν ξέρω τι μου γίνεται. Μυρμήγκιασα ολόκληρος στην αίσθηση των χειλιών της και στον τρόπο που η γλώσσα της φλέρταρε με την δική μου και... Δεν το πιστεύω πως φτάσαμε εδώ. Να είμαστε τσακωμένοι ενώ πριν από λίγο βρισκόμουν μέσα της. Πόσες φορές θα παιχτεί αυτό το έργο; Δεν γίνεται να τα βρίσκουμε και το ιδιο λεπτό να μαλώνουμε.

Την είχα απέναντι μου, τοσο κοντά μου και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, τόσο άχρηστος είμαι, ούτε να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να της ζητήσω συγγνώμη. Να της πω ότι δεν φταίει εκείνη, αλλά μόνο εγώ ο ηλίθιος που δεν ξέρει τι του γίνεται. Άραγε έτσι είναι όταν νιώθεις κάτι για κάποιον; Να μην έχεις ιδέα τι σου γίνεται; Να φοβάσαι αυτά που νιώθεις μήπως σε καταπιούν; Να θες να τον βλέπεις συνέχεια; Ακόμα κι όταν ξυπνάει το πρωί; Να σε κοιτά με τα μεγάλα λαμπερά μάτια της, να σου χαμογελάει και να κάνει το στήθος σου να σφίγγεται; Να κάθεσαι και να τον παρακολουθείς να τρώει λαίμαργα... Να απολαμβάνω την μεταμόρφωση της από αθώα σε μια γυναίκα που αφήνεται στις αισθήσεις και σε μένα; Να την βλέπω να απομακρύνεται και να αισθάνομαι κομματιασμένος; Τι παθαίνω; Τι μου συμβαίνει;

Άνοιξα το στόμα μου να την φωνάξω να γυρίσει πίσω αλλά οι φωνητικές μου χορδές δεν ανταποκρίνονταν. Ήταν πρησμένες από συναισθήματα, που σχεδόν είχε παραλύσει ο λαιμός μου. Το νερό γλιστρούσε από το μέτωπο μέχρι το σαγόνι κι ενδιάμεσα το γευόμουν χωρίς να με απασχολεί αν πνιγώ. Πώς μπόρεσα να την πληγώσω ξανά; Γιατί αγόρι μου τα κάνεις συνέχεια μαντάρα, μου λες; Οι σχέσεις δεν είναι τόσο δύσκολες και τρομαχτικές για να φέρνεις την καταστροφή. Έτσι;

Θέλξη... μικρή μου... συγχώρεσε με, σε παρακαλώ γύρνα πίσω...

Αλλά εκείνη δεν γύρισε, παρά μόνο κοπάνησε δυνατά την πόρτα του σπιτιού της λίγα μέτρα μακριά μου κι ο ήχος ήταν σαν χαστούκι στο πρόσωπο μου. Με πόνεσε περισσότερο κι από εκείνα που έτρωγα μικρός.

«Θέλξη...» ψιθύρισα λαχανιασμένος μέσα στη μέση του δρόμου. Ο ήχος των αυτοκινήτων μοιάζει απέραντος, μακρινός καθώς περνούν από δίπλα μου κι ο ουρανός ρίχνει με πάταγο βροχή, με τις σταγόνες της να με μαστιγώνουν σαν να με τιμωρούν χωρίς έλεος κι εγώ να στέκομαι ακίνητος και να αποδέχομαι την τιμωρία μου ως ένοχος. Λάστιχα τσιρίζουν τρομαγμένα από την επαφή τους με το νερό στην άσφαλτο κι έτσι όπως γλιστρούν πάνω της ένα πελώριο κύμα βρώμικων νερών με λούζει ολόκληρο. Τέλεια.

Εκτεθειμένη Μπροστά Σου |Βιβλίο 1| (Σε Αναμονή) Where stories live. Discover now