~

1.9K 130 0
                                    

Μετά από μια γεμάτη μέρα διαβάσματος, η Έμα χώθηκε στην μπανιέρα με το ζεστό νερό και άρχισε να σαπουνίζεται. Είχε βάλει το αγαπημένο της αφρόλουτρο και τώρα το μπάνιο μύριζε βατόμουρα. Τυλίχτηκε με το μπουρνούζι της και άρχισε να στεγνώνει τα μαλλιά της. Η ώρα κόντευε εφτά και τέταρτο. Φόρεσε ένα μαύρο καλσόν με σχέδια και ένα μαύρο στενό φόρεμα με ασημένια διακοσμητικά στα μανίκια.Φόρεσε τα μποτάκια της και ξεκίνησε να βάφεται.Όταν τελείωσε, ήταν οχτώ παρά είκοσι. Έβαλε στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού της χεριού ένα ασημένιο δαχτυλίδι που τύλιγε ολόκληρο το δάχτυλο και άρπαξε το μαύρο τσαντάκι της. Αφού πέταξε μέσα το πορτοφόλι, το κινητό και τα κλειδιά της, κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην εξώπορτα. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε έναν ψηλό μελάχρινο άντρα που περίμενε δίπλα στην πόρτα ενός διαμερίσματος.Αναγνώρισε αμέσως την κολώνια του. Σανταλόξυλο. Όπως η κολώνια του Γιάννη. Τον προσπέρασε για να περάσει όταν ξαφνικά άκουσε μια γνωστή φωνή και πάγωσε.

"Γεια σου Έμα. Βλέπω είσαι έτοιμη να βγεις έξω. Ραντεβουδάκι;" είπε με άνεση.

"Γιάννη;!" είπε εκείνη γεμάτη δυσπιστία.

"Ακόμα δε μου απάντησες αν βγαίνεις" είπε κοιτάζοντας την από πάνω μέχρι κάτω με βλέμμα αρπακτικού.

"Δεν είναι δικό σου θέμα αυτό. Και απ'ότι θυμάμαι, είχαμε χωρίσει, οπότε δεν καταλαβαίνω τι δουλειά έχεις εσύ εδώ" είπε, κοιτώντας το ρολόι της. Σχεδόν οχτώ παρά δέκα.

"Όμορφη αλλά όχι τόσο έξυπνη. Ως συνήθως"

Αυτό το σχόλιο επανέφερε στη μνήμη της τη συζήτηση με τη Βανέσα και κοκάλωσε.

Δεν μπορεί. Είναι αδύνατον.

Εκείνη τη στιγμή, βγήκε από την πόρτα του διαμερίσματος δίπλα τους μια γνώριμη μελαχρινή.

Και όμως είναι.

"Γιάννη έτοιμος;Δε θα μάς περιμένουν για πολύ" είπε αγνοώντας την παρουσία της Έμα δίπλα τους.

Να που συμβαίνουν κι διαβολικές συμπτώσεις.

Εκείνη τη στιγμή γύρισε και κοίταξε την Έμα. Αμέσως τα μάτια της στένεψαν.

"Τι δουλειά έχεις εσύ εδω;"

Εκείνη την κοίταξε ανέκφραστη.

"Εδώ μένω. Απ'ότι βλέπω γνωρίστηκες ήδη με το Γιάννη"

Αμέσως το πρόσωπο της Βανέσα φόρεσε μια μάσκα αδιόρατης έκπληξης.

"Ξέρεις το αγόρι μου;"

ΟΡΙΣΤΕ;!

"Δυστυχώς ναι. Επειδή εγώ βιάζομαι, χαρείτε μόνοι σας το ραντεβού σας. Δεν είμαι εδώ για να σας κρατάω το φανάρι"

Εκείνη, αντί να τής απαντήσει με κάτι προσβλητικό, τη ρώτησε κάτι που την κόλλησε αβοήθητη στον τοίχο.

"Πάλι ραντεβουδάκι με τον Μπεν;"

Αυτή η σκρόφα θα μού το πληρώσει πολύ άσχημα!

"Δε νομίζω ότι είναι δική σου δουλειά αυτό." είπε η Έμα και βγήκε στο νυχτερινό αέρα, κοπανώντας πίσω της την πόρτα.

Ξανά από την αρχήWhere stories live. Discover now