Η επόμενη, πρώτη μου ημέρα στην Ελλάδα ξεκίνησε με τις πιο όμορφες αγκαλιές και φιλιά στο κρεβάτι, το οποίο ήταν του αδερφού μου, κι ας λείπει πάνω από δεκαπέντε χρόνια στο εξωτερικό, από την μαμά και τις αδερφές μου. Τον πατέρα μου τον είδα φευγαλέα, καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιο, διασχίζοντας το μακρύ χολ για να καταλήξει στο μπάνιο. Αυτός, έκανε ένα χαζό σχόλιο, τύπου τι ώρα γύρισα εχθές, κι ας ξέρει πως πάνε χρόνια που σχόλια σαν και αυτό, δεν με αγγίζουν.
Κάθε φορά που γυρνάω σπίτι, καθώς σπίτι μου πάντοτε θα είναι η Θεσσαλονίκη, όπου κι αν εγκατασταθώ, νιώθω πως δεν έχει περάσει μία μέρα μακριά. Γενικά, όχι, δεν έχω πρόβλημα να χτίζω κι άλλα σπίτια, σε άλλες καρδιές, πόλεις ή χώρες, μα η ρίζα μου είναι εκεί. Οι φίλοι μου είναι εκεί, οι οικογένειες τους, και η δική μου οικογένεια. Και το οίκημα μου, κι ας μην έχει το όνομα μου, παρά μόνο στο κουδούνι, από τότε που έμενα κάτω στης γιαγιάς μου το σπίτι.
Το είχα βάψει μόνη μου, εκτός από το σαλόνι που ήθελε περισσότερη λεπτομέρεια κι έτσι πλήρωσα έναν επαγγελματία, με όμορφη προσωπικότητα, να έρθει και να το περιποιηθεί. Πόσες φορές είχα φέρει βόλτα τα έπιπλα, έτσι ώστε να είναι λειτουργικά. Τελικά, είχα καταλάβει, πως η γιαγιά μου είχε βρει ιδανική θέση για κάθε μέλος της οικογένειας των επίπλων, μέσα στο σπίτι και αδίκως εγώ τα φέρνω βόλτα. Δεν μπορούσα όμως να βλέπω τις ίδιες ταπετσαρίες και τα τραπεζάκια, εκεί που μεγάλωσα μαζί της. Ακόμη και σήμερα, την βλέπω σχεδόν καθημερινά στα όνειρα μου, έχουνε περάσει δέκα χρόνια πια που την πήρανε άψυχη από το σπίτι αυτό και την χτίσανε πάνω από τα κρεβάτια των δικών της γονιών.
Την ημέρα του θανάτου της, ενώ την περίμενα μήνες, μου δημιουργήθηκε μία απρόσμενη ανάγκη. Ήθελα να χωθώ στην ξύλινη κάσα της και να ρίξουν χώμα επάνω στα δύο άψυχα σώματα μας, της γιαγιάς μου και το δικό μου. Τότε, δεν με ένοιαζε αν θα πληγωθεί κάποιος, ούτε ήθελα να τιμωρήσω την μητέρα μου. Ήθελα απλά να κοιμηθώ με την γιαγιά μου. Για πάντα. Μα εγώ ήμουν η ζωντανή και αυτή η πεθαμένη. Και ξέρω ότι πόνεσε πολύ, μέχρι να καταλήξει, μα γιατί εγώ μένοντας πίσω, κλαίω;
Η γιαγιά μου είχε ηρεμήσει, μετά από χρόνια πάλης, νίκης και ήττας, με τον καρκίνο. Τον καρκίνο που της δημιουργούσε η επιβαρυμένη από ανικανοποίητες επιθυμίες ψυχή της. Πόσο εγωίστρια είμαι να κλαίω. Κι όμως, ακόμη και τώρα που το γράφω, πονάω από την αρχή για τον χαμό της. Θα ήθελα να ακούω το γέλιο της, τις βωμολοχίες της μπροστά από την τηλεόραση, το επικριτικό της βλέμμα, την περιτεχνία με την οποία έκρυβε τα πολύτιμα της, μα εγώ τα έβρισκα. Να κατέβω στις δύο το πρωί και να δω κάποια χαζή εκπομπή μαζί της, μέχρι να βαρεθούμε και οι δύο και να τραγουδήσουμε ρυθμούς παλιούς.
![](https://img.wattpad.com/cover/158906327-288-k469376.jpg)
YOU ARE READING
Το μηχανάκι του καφέε..
General FictionΕδώ θα βρεις το ταξίδι μίας ψυχής, που αψηφώντας τα κοψίματα στα πόδια, έβγαλε φτερά και πέταξε, ολοκληρωμένη πια, στα χέρια του ολόκληρου της. Όσα της έφερε η ζωή και όσα την έκαναν αυτό που σήμερα είναι, είναι γραμμένα εδώ. "Γιατί να μην το άκουγ...