Αντίο Ελλάδα

22 3 2
                                    

Ήρθες να με πάρεις από τον σταθμό των τρένων στο κέντρο του Λουξεμβούργου Αλίκη, θυμάσαι; Είχα έρθει με μία, σχεδόν άδεια χειραποσκευή δίπλα μου και όνειρα να ξεχειλίζουν από μέσα μου. Όνειρα για νέο μέλλον. Όνειρα για νέα ζωή. Και λίγα όνειρα, για μία καινούρια αρχή μας. Μέσα μου όμως, δεν σταμάτησα να κουβαλάω την απέραντη μου στεναχώρια, για τους ανθρώπους μου, που με αποχαιρέτησαν με κλάματα στον αερολιμένα της Θεσσαλονίκης. Εγώ τότε, δεν έκλαιγα. Ήμουν ενθουσιασμένη, όπως πάντοτε. Ενθουσιασμένη που θα φύγω από την βιοπάλη του τίποτα. Από την Ελλάδα, που θέλεις να δουλέψεις και δεν κερδίζεις ποτέ και τίποτε. Δεν σέρβιρα μόνο τραπέζια, σε συνδυασμό καθαρίστριας, υπεύθυνης αποθεμάτων, παραγγελιών και παραλαβής, υπεύθυνη συστημάτων πληροφορικής, υπεύθυνη σίτισης και πάλι υγιεινής. Όλα αυτά, για δυόμιση ευρώ την ώρα, για τριάντα ώρες την εβδομάδα, που ήτανε επίσης σπαστές και ήταν αρκετές για να χάνεις την καθημερινότητα σου ως άνθρωπος. Και καθώς δεν έβγαζα αρκετά, πήρα και δεύτερη δουλειά. Αυτή τη φορά με δύο ευρώ την ώρα, υπεύθυνη γραμματείας, που στην Ελλάδα σημαίνει καθαρίστρια, πλύστρα, υπεύθυνη των προγραμμάτων, υπεύθυνη γραφειοκρατίας και ότι άλλο βγει στην πορεία. Και όπως αυτό δεν ήταν ακόμη αρκετό για να βγάζω έστω τριακόσια ευρώ τον μήνα, ήμουν ανοιχτή στο να καθαρίζω σπίτια, όποτε κάποιος με καλούσε. Για δεκαπέντε ευρώ το πεντάωρο, ίσως, επειδή είχα να συναγωνιστώ γυναίκες με πιο επιβαρυμένο παρελθόν και μέλλον από εμένα. Δεν ξέρω αν το έχω ήδη αναφέρει, μα το πτυχίο μου ήταν στο μάρκετινγκ και στη διαφήμιση. Πόσο αστείες οι συνεντεύξεις μου για δουλειά, όλοι μου έλεγαν το ίδιο, πως άρα είμαι πλασιέ πωλήτρια και πρέπει να δουλεύω με ποσοστά. Η καλύτερη δουλειά που έκανα, ήταν αυτή μέχρι πριν φύγω, που πρόσεχα την θεία μου, την αδερφή της γιαγιάς μου και ο θείος μου, μου έδινε ένα ικανοποιητικό χαρτζιλίκι, το οποίο με βοήθησε να σταθώ λίγο στα πόδια μου και να οργανώσω την αποδήμηση μου.

Φτάσαμε στο χωριό που θα μέναμε, όχι μόνο εσύ και εγώ, αλλά και ο εραστής σου. Στην φοιτητική αυτή περιοχή, όπου εσύ έμενες τα τελευταία δύο χρόνια, κάτσαμε να πιούμε έναν καφέ, μαζί με πρωινό, σε ένα από τα ελάχιστα τότε, καφέ. Καθώς απολάμβανα το πρωινό μου, γεμάτη τρόμο εσωτερικά, μα με το χαμόγελο στα χείλη εξωτερικά, το τηλέφωνο μου χτύπησε και ήταν εννιά το πρωί. Ο αριθμός, δεν ήταν ελληνικός και το σήκωσα, αν και είχα φοβηθεί πως ίσως ήταν από επικίνδυνα τηλεφωνήματα που σου αντλούν τα δεδομένα. Η φωνή, γυναικεία και μου ζητούσε να συνεργαστώ μαζί της για ένα πρότζεκτ με ελληνικές λέξεις κλειδιά, εκ μέρους μιας εταιρίας στο Λονδίνο. Το Λουξεμβούργο μου έφερε τύχη από τις πρώτες ώρες μου εκεί. Και ήταν αλήθεια. Αφού ολοκλήρωσα το πρότζεκτ, όπως τα κατάφερα, επτά ημέρες αργότερα, έδωσα ένα από τα πολλά εκτυπωμένα μου βιογραφικά στο εστιατόριο κάτω από εκεί που μέναμε. Την δέκατη ημέρα, είχα πλέον και συμβόλαιο εκεί. Τον πρώτο μήνα είχα κιόλας τα πρώτα μου χρήματα, χρήματα που δεν έβγαζα ούτε σε ένα χρόνο στην Ελλάδα. Τον δεύτερο μήνα, είχα κιόλας τραπεζικό λογαριασμό. Τον τρίτο μήνα, είχα το δικό μου δωμάτιο και είχα ξεκινήσει το μεταπτυχιακό μου. Και η επωνυμία του, ήταν η επωνυμία που χρόνια πριν ζωγράφιζα σε χαρτάκια, ως την διαφημιστική μου εταιρία.

Το μηχανάκι του καφέε..Où les histoires vivent. Découvrez maintenant