Μαζί ήμασταν Πηνελόπη, όταν συνάντησα πρώτη φορά την Αλίκη. Αυτή δεν μου έριξε βλέμμα, μιλούσε μαζί σου. Εγώ ανυπομονούσα να συναντηθούν οι ματιές μας. Και καθώς απομακρυνόμασταν, σου έλεγα πόσο θα ήθελα να βυθιστώ στην αγκαλιά αυτής της κοπέλας. Δύο χρόνια αργότερα, την είχα στη δική μου. Τέσσερα και με άφησε. Έξι και ξανά στην αγκαλιά μου κοιμάται, σαν άγγελος από το παρελθόν, να μου αποδεικνύει την μεγάλη μου καρδιά. Λίγο ακόμη και την άφησα ξανά, να κοιμάται με τον μαύρο της ιππότη. Αυτή, πότης, αυτός άλογο μαύρο, να το καβαλάει και έτσι, όπως είναι χωρίς τα πέταλα του, το πηγαίνει από γκρεμούς και λάσπες, για να το πληγώσει, επειδή έτσι έχει μάθει. Η Αλίκη, δεν είναι για ομορφιές και η χάρη που έχει στη κίνηση, αόρατα σε χτυπάει με μαστίγια. Τα δάκρυα της, σου καίνε τη σάρκα. Τα λόγια της σου μαχαιρώνουν την καρδιά.
Θυμάσαι Πηνελόπη, στις αρχές, να με προστατέψεις ήθελες. Δεν της αρέσουν αγκαλιές σαν την δική σου, είπες. Και αυτή, ξυπνούσε και μου μιλούσε, περπατούσε και μου μιλούσε, κοιμόταν και με επισκεπτόταν στα όνειρα μου. Και έτσι, είδε το μαζί μας στο όνειρο της. Την επόμενη ημέρα, ταξίδευε πίσω στις ρίζες της και μου μιλούσε. Δύο εβδομάδες αργότερα, γύρισε και με είχε. Εγώ, παιδί αποτυχημένων ή βαρετών σχέσεων, με χαζές προσδοκίες και χαμηλούς στόχους, απλά να μη βαριέμαι, γκρέμισα όλα τα τείχη για να μπει στη ζωή μου κι εγώ στη δική της. Και ως ακόμη ένα κλισέ, σχεδόν αμέσως ζούσαμε κοινή ζωή.
Η πρώτη μας συζήτηση, μετά που δώσαμε το πρώτο ολονύκτιο φιλί μας, ήταν το πως και δεν βρεθήκαμε νωρίτερα. Είχε έξω ξημερώσει και ήταν η πρώτη μου φορά που έχασα τον χρόνο και είδα το ξημέρωμα, με τα μάτια μου κλειστά. Δύο χρόνια, άκουγα για το πόσο ανοιχτούς ορίζοντες έχεις Αλίκη και εσύ άκουγες πως σκορπάω χαμόγελα. Και η Πηνελόπη με την δική σου κολλητή, φίλες που η καθεμιά μας συναντούσε χωρίς την άλλη, όσο κι αν προσπαθούσαμε να βρεθούμε. Δεν είχε έρθει ο καιρός μας. Όλα θα γινόντουσαν αλλιώς και αν ήξερα αυτό που ξέρω τώρα, θα τραβούσα τον εαυτό μου από το κρεβάτι και την αγκαλιά σου, τότε που το ένιωσα για πρώτη φορά το μεγάλο κόκκινο φανάρι στο δρόμο μας. Εγώ, όμως, περίμενα να ανάψει πράσινο. Πράσινα ήταν τα λιβάδια στα οποία χλιμίντριζαν τα άλογα που καβαλούσες. Εγώ, μονίμως ένα πορτοκαλί να αναβοσβήνει, μέχρι να χαλάσει και να σβήσει.
Στον ενάμιση πρώτο χρόνο, θέμα να περάσαμε ένα μήνα χωριστά τα βράδια μας. Η τελευταία καληνύχτα και το πρώτο καλημέρα, μαζί. Κι ενώ ήθελα να την δείξω στον κόσμο και να φωνάξω πως την αγαπώ, αυτή με έκρυβε. Χρόνια αργότερα, κατάλαβα, δεν με έκρυβε, δεν κρύβεται ο ήλιος. Είχε καεί από παιδί και ο αέρας της, πυρκαγιά στη ζωή της, την έξω από εμένα. Οι φλόγες την ζέσταιναν, όταν συντροφιά της με είχε και όταν έφευγε, της άλλαζαν το δέρμα. Και αυτό το τόσο άσπρο δέρμα, κούτσουρο καμένο, και η καρδιά της κάρβουνο. Πως να μ 'αγαπήσει;
Δεν είναι ο έρωτας, ήλιος μπροστά στα μάτια του κόσμου; Μήπως, όταν κρύβεις αυτόν τον ήλιο, έχεις σκοτάδι; Μήπως, το σκοτάδι, δεν είναι έρωτας; Μήπως αγαπάς το σκοτάδι σου κι όχι τον ήλιο του συντρόφου σου; Μήπως δεν είσαι εκατό τοις εκατό εκεί, επειδή δεν είσαι εκατό τοις εκατό εσύ; Βαθιά η λύπη μου για τους μεγάλους έρωτες που ζούνε στο σκοτάδι. Όποιος και να φταίει. Αυτός που είναι, μα δεν είναι. Αυτός που μένει, μα πρέπει να φύγει.
Θυμάμαι την ημέρα που είδα μέχρι και την μητέρα μου να ζηλεύει. Εγώ, από το κρεβάτι του πόνου, αποφάσισα να περπατήσω ως εσένα. Η μητέρα μου, μου είπε: "Πάνε σε αυτούς που αγαπάς περισσότερο", με πικρία στα μάτια και έναν κόμπο που προσπαθούσε άδικα να λυθεί, ανάμεσα στις φωνητικές τις χορδές. Κι εγώ έφυγα και την άφησα πίσω, για σένα Αλίκη. Μα δεν ήταν για εσένα. Εγώ ήμουν η αδύναμη, που πίσω από τα φουστάνια σου κρυβόμουν από τον ίδιο μου τον εαυτό. Νομίζω πως αυτό είναι τώρα η αλήθεια. Από εμένα κρυβόμουν. Και λυπάμαι που τις γραμμές που γράφω για την Αλίκη, τις χρησιμοποιώ για να εκφράσω και τον έρωτα μου, με τον έρωτα μου. Μα τα σημάδια που άφησαν στη ψυχή μου αυλακιές, έμελλαν να γίνουν αυλακιές για τον χείμαρρο της αγάπης που με πλημύρισε και ξέπλυνε όλα μου τα λάθη. Από αυτό εδώ το έργο, που στο αφιερώνω μέχρι και το τέλος της ζωής μου στη γη, που στην αφιερώνω και αυτή.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Το μηχανάκι του καφέε..
Художественная прозаΕδώ θα βρεις το ταξίδι μίας ψυχής, που αψηφώντας τα κοψίματα στα πόδια, έβγαλε φτερά και πέταξε, ολοκληρωμένη πια, στα χέρια του ολόκληρου της. Όσα της έφερε η ζωή και όσα την έκαναν αυτό που σήμερα είναι, είναι γραμμένα εδώ. "Γιατί να μην το άκουγ...