Ο Απολογισμός

116 10 2
                                    

Κάθε άνθρωπος, σου βγάζει διαφορετικά συναισθήματα που δεν ελέγχεις πάντα. Μπήκες στη ζωή μου, όταν δεν υπήρχε αληθινό φως και θυμάμαι ακόμη την πρώτη μέρα. Εντυπώσεις τυπωμένες στο μυαλό μου, για οποιαδήποτε στιγμή τις αναζητήσω, Αλίκη. Μα μη το παίρνεις στραβά, δεν ήθελα να επιβαρύνω τις σκέψεις σου με την έγνοια μου. Ό,τι κάνω, το κάνω σαν μονάδα. Σαν μονάδα που ήθελε να ενωθεί μαζί σου και να νιώσει ό,τι χάθηκε στο δρόμο για την Ιθάκη. Υπέμεινα, επειδή δεν ήξερα πως είναι να θες κάτι πολύ και να παλεύεις γι' αυτό. Κι ας περπατούσες βήματα μπροστά από μένα, εγώ δεν ήθελα να σε φτάσω. Μου έφτανε να μου δίνεις τα χνάρια σου ν' ακολουθώ. Και που χάθηκες, και που χάθηκα κι εγώ, ξέρω πως όταν σου χάριζα χάδια απλόχερα το έκανα από δική μου ανάγκη. Δεν ζήτησες ποτέ. Κι αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι: Άραγε πάλι μόνη είμαι εδώ; Κανείς λοιπόν δεν ξέρει το δρόμο για να έρθει; Θέλω να σου δείξω, αλλά πόσα μπορώ; Κι αν πνιγώ; Τον πόνο τον αντέχω, τον πνιγμό όμως; Ρωτάς, τι λέω; Τελικά, ζήτησες ή δεν ζήτησες από εμένα;

Υπέμεινα, επειδή ήσουν εσύ, όσοι κι αν αγγίξουν. Δεν πονάω για τα χρόνια που φύγανε μαζί σου, επειδή ήταν από τα πιο όμορφα που άγγιξα. Δεν κλαίω για τις στιγμές που πέρασαν, επειδή ήταν μαζί σου και θα τις θυμάμαι για πάντα. Μα νιώθω απαίσια που βλέπω πως είμαι απ' έξω από τη ζωή σου, το νιώθω σαν αδικία. Ξέρω πως θα πεις ότι θα μπορούσα να το αποτρέψω. Ψέμματα. Ακόμη ένα από αυτά που ξεστομίζεις με φυσικότητα. Όπως τότε που τελείωνες στα χέρια μου και μου έλεγες πόσο σε συγκινεί που είσαι μόνο δική μου. Γνωρίζεις κι εσύ καλά τώρα, πως ο ουρανός σου δεν άντεξε τον ήλιο μου. Δεν το θέλησες αρκετά. Το προσπάθησες, όσο ήξερες να προσπαθείς για σένα, καθώς σαν έρμαιο στις καταστάσεις αφήνεις πάντοτε το εγώ σου. Το δικό μου εγώ ήταν εδώ, μέσα μου, δίπλα σου.

Πέταξες μακριά. Όλοι κάνουμε επιλογές, και εγώ απλά δεν ήμουν δική σου. Κι αν βρίσκεις κενά, σε όλα αυτά που λέω, γέμισε τα με την αλήθεια σου και βρες μου λόγο να μη κλαίω. Προσπάθησα να το αφήσω πίσω Αλίκη. Αλήθεια σου το λέω. Δεν μπορώ όμως το πάθος να καταλαγιάσω. Δεν σε είχα, και κάθε κύτταρο μου πέθαινε, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Δεν ήσουν στις εικόνες μου, παρά μόνο όταν έκλεινα τα μάτια μου. Έσβηνα κάθε άλλο ήχο, πέρα από τη φωνή σου. Σε ζούσα για άλλη, κάθε μία φορά. Υποκλίθηκα σε εσένα, σκεπτόμενη τις στιγμές που υποκλινόμουν ανάμεσα από τα στηρίγματα που το σώμα σου στερέωναν. Ένα σώμα με καμπύλες και σχέδια, κι όμως τόσο ακίνητο.

Σε ότι άγγιξες, μέσα στο σκοτάδι μου. Σε ότι άναψες και έβαλες φωτιά. Σ' αυτά που υποσχέθηκα, όταν η ματιά μου άγγιξε τη δική σου, μόλις έσβηνες στον πόθο που σου χάρισα. Όταν έπιασα τα χέρια σου στα δικά μου, σ' αγαπάω είπα. Υπάρχεις για μένα, είπες. Είσαι για μένα, μ' αγαπάς. Θέλεις ν' αγγίξεις πιο βαθειά μέσα μου, από όσο κατάφερνες από τότε που με γνώρισες, με τα χέρια σου να φοβούνται μην πληγωθούν από την επιθυμία σου για μένα.

Να ζωγραφίσεις με νότες τον μπερδεμένο μου τοίχο, ζητούσες. Δεν είμαι μπερδεμένη. Αυτές οι νότες που θέλεις να με γεμίσουν, δεν χωράνε. Αυτά που θέλεις να αγγίξεις, δεν έχουν μέρος για να τα αγγίξεις. Δεν υπάρχει κενό τελικά. Είναι γεμάτα από εσένα. Όλα φωνάζουν το όνομα σου, Αλίκη. Δεν θα πω το όνομα σου σε άλλους, δεν θα το ξεστομίσω. Αν το μάθει ο κόσμος..

Τι έχει να κάνει μία ταμπέλα, μπροστά σε αυτά που ξεπέρασαν κάθε συγκίνηση. Το στήθος σου να ακουμπάει το μπράτσο μου, νιώθω. Ακόμη τα νύχια σου να μου σκίζουν το δέρμα, κι εσύ εκεί. Εδώ, τα μάτια μου είναι κλειστά. Σπίτι μου, μόνη μου. Ακούω τις σειρήνες στον δρόμο να τρελαίνονται. Οι νότες που παίζουν, στον ουρανό ταξίδια σκαρώνουν. Κι εγώ, να θαυμάζω τον μπερδεμένο μου τοίχο με εσένα να καρφώνεις τα καρφιά σου πιο δυνατά από ποτέ. Και μου αρέσει.    

Το μηχανάκι του καφέε..Donde viven las historias. Descúbrelo ahora