Στον δρόμο, ακούγονται όργανα και φωνές στην ποντιακή διάλεκτο, καθώς πλησιάζω το σπίτι. Το σπίτι που έχω περάσει όλη μου την εφηβική ηλικία. Εκεί που δημιούργησα και δημιουργήθηκα. Εκεί που βρήκα μία τρίτη γιαγιά. Ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι όλου μου του είναι, όχι μόνο της καθημερινότητας μου, μένει εκεί. Στολισμένα τα παράθυρα και η πόρτα, καθώς πλησιάζω. Η πόρτα, που συνήθως έστεκε κλειδωμένη, τώρα ήταν ανοιχτή και προσκαλούσε φίλους και συγγενείς στο μοίρασμα αγάπης, χαράς και εδεσμάτων. Πέρασα το κατώφλι και λες σε δικό μου σπίτι μπήκα, αγκάλιασα τους συγγενείς και φίλους μου. Όχι, δεν ήταν εξ αίματος, μα η οικογένεια των πραγματικών φίλων μας, είναι και δική μας. Έτσι, είναι και δική μου.
Ο Μίνωας, με ένα μποξεράκι και μία μαύρη φανέλα. Το μποξεράκι του αυτό, ήταν από τα αγαπημένα μου, αλλά όχι εκείνο που είχαμε ίδιο, το γαλάζιο με τα ελεφαντάκια. Ήταν ένα γυαλιστερό, που ειλικρινά δεν έχω προσέξει ποτέ τι ακριβώς έχει επάνω. Ίσως τον τουίτι. Μετά που τον αγκάλιασα, με το βλέμμα μου έψαξα το αλκόολ. Δεν πρόλαβα να εξυπηρετηθώ, όταν η μαμά του, πανέμορφα στολισμένη και με περισσή χαρά και συγκίνηση, ήρθε μπροστά μου και μου προσέφερε. Είπα ναι, όπως μόνο ξέρω να λέω όταν μου προσφέρουν φαγητό και ποτό. Που να ήξερα πως την πιο ευτυχισμένη μέρα σου, Μίνωα, θα συναντήσω την δική μου ευτυχία. Θα ακούσω την φωνή της, θα ακούσει την δική μου και στιγμές αργότερα, μόλις την δω, θα δω έναν καινούριο κόσμο μέσα από την φαινομενικά απλοϊκή ίριδα των ματιών της. Κι εγώ, που είμαι του δάσους, θα δω ξαφνικά ένα και μόνο δέντρο να μου γεμίζει τον ουρανό με πράσινο, μα όχι το πράσινο που επιπλέει στον Θερμαϊκό μας, αλλά το πράσινο που φιλοξενεί πουλιά και ελάφια. Αυτό που κινείται μαζί με το οξυγόνο της ζωής και μοιράζει ήχους μελωδικούς, που νανουρίζει την ανθρωπότητα. Και το καφέ των ματιών της, που μέσα του ήθελα να χαθώ με το που το αντίκρυσα, δεν είχε το χρώμα από τις κολώνες της ΔΕΗ, ούτε του τελευταίου νυχτερινού καφέ από τα τουντειλίσιους, μα του πρώτου καφέ της ημέρας, που αχνίζει και θαμπώνει τα γυαλιά της μυωπίας της, καθώς πλησιάζει το φλυτζάνι στα χείλη της, που με μαγνήτισαν και μου φώναξαν να τα αγγίξω με τα δικά μου, από εκείνη την πρώτη φορά που μου χαμογέλασαν με αυτό το ζεστό μειδίαμα, έξω από την εκκλησία που παντρευόσουν, Μίνωα. Και τα τοξωτά φρύδια της, γεφύρωναν την μοναχικότητα του μέσα της, με την καλοσύνη της καρδιάς της και τις πληγές του υγιή εγωισμού της. Και επάνω στα όμορφα και καλοσχηματισμένα μάγουλα της, είδα τον εαυτό μου να ακουμπάει το βάρος της πραγματικότητας του μυαλού μου, και αυτή να μπορεί να το αντέξει. Και να μου χαμογελάει, τις στιγμές που πιο ανυπόφορη δεν θα μπορούσα να γίνω, επειδή ξέρει πως ξεσπάω για να την κουνήσω από τον θρόνο που έχει στη καρδιά μου, μα αυτή ξέρει και δεν πτοείται. Η απόφαση ήτανε κοινή. Θα είμαστε μαζί και θα μοιραζόμαστε ταξίδια ψυχής και καθημερινότητα. Το κρεβάτι μας, δεν θα συναντήσει ποτέ κρύο. Και έτσι όπως φυσούσε έξω από την εκκλησία, να μας σώσει από την υψηλή θερμοκρασία της μέρας και από την φωτιά που άναψε μέσα μου, κοιτάξαμε αλλού και οι δύο, κι έτσι συνεχίσαμε τη ζωή μας. Εγώ να έχω δει το μέλλον κι εσύ να μην έχεις δεχτεί κανένα αίτημα φιλίας μου. Και η φιλία μου, είναι το πρώτο που αγάπησες πάνω μου.
Θυμάσαι Μίνωα; Επειδή εγώ όχι. Πότε σου άνοιξα την τελευταία πύλη που δεν είχες δει, να κοιτάξεις μέσα, όταν πλέον κι εγώ έπαψα να την κρύβω από εμένα; Και ήσουν πάντοτε ψύχραιμος και ώριμος. Κι ας ήταν ένας καινούριος δρόμος για την αλήθεια σου, τον περπάτησες και τον έμαθες από την αρχή μαζί μου κι εγώ μαζί σου. Κι όλα τα εμπόδια, αγάπης ήταν. Κι έτσι, ήξερα να έχω επιλογές. Να έχω επιλογές να μην κυλιστώ με την πλειοψηφία και αδικήσω το μεγαλείο μέσα μου. Με κρατούσαν τα λόγια σου σε ένα υγιές επίπεδο, κι ας με έδιωχναν για κάποιες στιγμές. Στιγμές που ήσουν σκληρός τοίχος και έπεφτα επάνω. Κι αυτές που δεν μοιραστήκαμε, πάλι ήσουν εκεί για εμένα και είχες δίπλα σου ανθρώπους να σε αγαπάνε. Και είχες και εκείνη. Εσύ την γνώρισες πρώτος και σε ζηλεύω που την έζησες λίγα παραπάνω χρόνια από εμένα. Κι ας ακούγομαι κτητική, απλά λυπάμαι για τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν την γνωρίσω. Έφταιγε που οι γονείς μας εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις; Μήπως που ποτέ δεν ήρθα να σε δω στα Ιωάννινα, και όταν το έκανα, αυτή δεν ήταν; Όπως και να έχει, πάντοτε με την ίδια οικογένεια έμπλεκες, χωρίς να το ξέρεις, Μίνωα. Άλλωστε, τα έχουμε πει πολλές φορές, η σχέση μας είναι καρμική, τι λιγότερο από εξαιρετική και παράδοξη θα ήταν. Να έχεις στη καρδιά σου την γυναίκα μου, πριν την βάλω εγώ στη ζωή μου. Εσύ μας έφερες κοντά, και σε ευχαριστώ αιώνια.

KAMU SEDANG MEMBACA
Το μηχανάκι του καφέε..
Fiksi UmumΕδώ θα βρεις το ταξίδι μίας ψυχής, που αψηφώντας τα κοψίματα στα πόδια, έβγαλε φτερά και πέταξε, ολοκληρωμένη πια, στα χέρια του ολόκληρου της. Όσα της έφερε η ζωή και όσα την έκαναν αυτό που σήμερα είναι, είναι γραμμένα εδώ. "Γιατί να μην το άκουγ...