Ένα κεφάλαιο, έκλεισε

15 4 2
                                    

Γνωρίζεις καλά, ολόκληρο μου, πως δεν ήθελα ποτέ να παραβιάσω αυτό που είσαι και να σε ενοχλήσω. Είχα ήδη πολλές ορμές για ξένα κορμιά πριν από εσένα, και ήθελα να ξεζουμίσω χυμούς πολλών και διάφορων ξένων στο παρελθόν. Μαζί σου, φύτρωσε μέσα μου το δέντρο της υπομονής, ένα δέντρο που είχα ακουστά μα δεν γνώρισα ποτέ μέχρι τότε. Αυτή η αρετή, που δεν είχα, μαζί σου άνθισε. Και σε σεβάστηκα. Δεν είχα καμία ιδέα που περνάς τον χρόνο σου, σε ποιον δίνεις το σώμα σου και ποιος πρωταγωνιστεί στις σκέψεις σου. Τόσο πολύ σε ήθελα, όσο καμία άλλη πριν από εσένα, που η πίστη μου και μόνο, κρατούσε την φλόγα μέσα μου αναμμένη. Η φλόγα αυτή σιγόκαιγε μέσα μου, μέχρι που ξεκίνησε το κοινό μας ταξίδι.

Από τότε που σε κοίταξα, δεν έπαψα να σε βλέπω γύρω μου. Το φως που υπήρχε μέσα μου, το πολλαπλασίασες εσύ. Η ελπίδα πως υπήρχες, μου έδωσε ακόμη μία ώθηση, μία ηρεμία το βράδυ και ψυχραιμία για να περνώ την ημέρα μου. Σε στιγμές της καθημερινότητας, που χανόμουν και βούλιαζα σε χαζές, ανόητες σκέψεις, που καμία αξία δεν είχαν για εμένα, έβλεπα μπροστά μου εσένα, να με κοιτάζεις και να μου χαμογελάς, με αυτό το πονηρό σου χαμόγελο. Έτσι, είχα φτερά στα πόδια για να μην πέφτω σε λακκούβες των αρνητικά γραμμένων κειμένων. Μα εγώ είχα εσένα στη καρδιά και το μυαλό μου στο κεφάλι. Έκλεινα τα μάτια και τα αυτιά, σε όλα τα κακώς γραμμένα κείμενα της ζωής των άλλων και η δική μου ζωή πια, πνιγόταν από λουλούδια σε κήπους ατέρμονους, οπού εγώ και εσύ, τρέχαμε χέρι - χέρι. Άραγε, σήμερα, απολαμβάνεις έστω τα μισά συναισθήματα από αυτά που μου χαρίζεις; Είμαι κι εγώ για εσένα, το εκπληρωμένο δώρο που είσαι εσύ για εμένα; Εύχομαι, ελπίζω και υπάρχω, για εσένα. Κι εσύ, στην κάθε τελευταία καληνύχτα, δεν μου φιλάς μόνο τα χείλη, αλλά και το χέρι μου. Το χέρι, που γεννήθηκε να σου χαρίζει, χωρίς να παίρνει πίσω. Το χέρι που μόνο να σε χαϊδεύει θέλει, παντού πάνω στο σώμα σου. Το χέρι, που μου έχεις πει πολλές φορές, το νιώθεις να περνάει μέσα από τα στήθη σου και να κρατάει την καρδιά σου ζεστή και ασφαλή.

Δεν σε παραβίασα λοιπόν, κι ας ένιωθα πως θέλω να τα παρατήσω όλα και να νοικιάσω ένα τετραγωνικό μέτρο, απέναντι από το παράθυρο σου, να στέκομαι εκεί και να σε παρατηρώ, να σε μαθαίνω και να κλέβω τον χρόνο που μας ήθελε ακόμη χωριστά. Να είμαι εκεί, παρατηρητής της ατελής σου καθημερινότητας. Να σε βλέπω να γελάς με άλλους, να χαρίζεις τα πονηρά σου χαμόγελα, να κλαις στο κρεβάτι σου αγκαλιά με το μαξιλάρι και να θέλω να είμαι η μαξιλαροθήκη, το προστατευτικό κάλυμμα και το μαξιλάρι σου. Να θέλω να είμαι η πετσέτα που αγκαλιάζει τα βρεγμένα σου μαλλιά και το στρογγυλό σου πανέμορφο μέτωπο, όταν βγαίνεις από το μπάνιο. Μα ξέρω καλά, αγάπη μου, πως για να με ερωτευτείς, για να ερωτευτείς εμένα και μόνο εμένα, για πάντα, όπως μας πρέπει, αυτή που ήμουν εγώ έπρεπε να μείνω και να γίνω. Αυτή που προορίζεται για σένα, ολοκληρωμένη γυναίκα και εγώ, να μη σου αφήσω ψίχουλα να μαζεύεις, ανέμους να αγκομαχάς και καταιγίδες να σε μουσκεύουν. Τόσο σε αγάπησα, κι ας μην σε ήξερα, κι ας υπήρχε το ρίσκο να είσαι μια ξένη κι εσύ. Μέσα μου, είχα ήδη παραδοθεί, και η λογική με κράτησε με αλυσίδες, να μην έρθω και σε βρω και τα χαλάσω όλα. Άραγε, αν ερχόμουν και σε έβρισκα τότε, θα μου άνοιγες την πόρτα και την αγκαλιά σου; Αν το έκανες, ίσως να μην ήσουν αυτή που ερωτεύτηκα. Ίσως αυτή τη στιγμή, να μην έγραφα για την ιστορία μας από τα μάτια μου, μα για το πως ένα βλέμμα μπορεί να αλλάξει ολόκληρη την ύπαρξη κάποιου, χωρίς να είναι αληθινό. Ίσως να γράφω αυτό ακριβώς.

Το μηχανάκι του καφέε..Donde viven las historias. Descúbrelo ahora